Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η παγκόσμια σημασία της

Η διεθνής σημασία του 1821, Lifo

Ο ιστορικός Ρόντρικ Μπίτον τεκμηριώνει τη διεθνή επιρροή της Ελληνικής Επανάστασης, δίνοντάς μας την ευκαιρία να σκεφτούμε τι θα μείνει τελικά από τους εορτασμούς των 200 χρόνων.
Γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης στη Lifo
Νίκος Μπακουνάκης

ΣΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ, αλλά με πλούσιες πληροφορίες και, κυρίως, μεγάλη συνθετική δύναμη βιβλίο του, ο Σκωτσέζος ιστορικός Ρόντρικ Μπίτον, επί τριακονταετία κάτοχος της έδρας Κοραή στο King’s College του Λονδίνου, τεκμηριώνει γιατί η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι διεθνές γεγονός τεράστιας σημασίας και όχι μια τοπική εξέγερση κάπου στην άκρη της Ευρώπης.

Κατά τον Μπίτον, η Ελληνική Επανάσταση ήταν το πρώτο επιτυχημένο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στον παλαιό κόσμο. Η επιτυχής έκβασή της αποτέλεσε σημείο καμπής για την αλλαγή ολόκληρου του γεωπολιτικού χάρτη της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ήταν «η αφετηρία της μετατόπισης από το μοντέλο των πολυεθνικών, απολυταρχικών αυτοκρατοριών που επικρατούσε τον 18ο αιώνα προς το μοντέλο της αυτοδιάθεσης των εθνικών κρατών που επικράτησε τον 20ό αιώνα, με αντίκτυπο και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου».

Στον «αιώνα των επαναστάσεων», που αφετηρία του είναι η Αμερικανική Επανάσταση τη δεκαετία του 1770, η Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται ακριβώς στο μέσο, ως ένα κρίσιμο και καταλυτικό γεγονός.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό το στοιχείο που δίνει στην Ελληνική Επανάσταση διεθνή διάσταση. Είναι και το ότι οι Έλληνες δεν πολέμησαν μόνοι τους. Πριν απ’ όλα, οι ίδιοι οι εξεγερμένοι ζήτησαν από την πρώτη στιγμή τη διεθνή συνδρομή.

Ο Μπίτον παραπέμπει, για παράδειγμα, στο κείμενο «Προειδοποίησις εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς εκ μέρους του φιλογενούς αρχιστρατήγου των σπαρτιατικών στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου», με την οποία προσκαλούνται τα «εξευγενισμένα ευρωπαϊκά γένη» να συνδράμουν.

Αναφέρεται επίσης στην προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που απευθύνεται στους «φωτισμένους λαούς της Ευρώπης» και τους καλεί να «ενασχοληθούν» με την αποκατάσταση της «ευδαιμονίας» των Ελλήνων. Και οι Ευρωπαίοι ανταποκρίνονται. Είναι όλοι αυτοί που τους ονομάζουμε «φιλέλληνες».

Ο Μπίτον γράφει πως ήταν πιθανότατα η πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία «που τόσο πολλοί άνθρωποι από τόσο πολλές διαφορετικές χώρες και κοινωνικά στρώματα άφησαν το σπίτι τους για να πολεμήσουν στον πόλεμο κάποιου άλλου, χωρίς να τους αναγκάζει κανένας να το πράξουν και (στη συντριπτική πλειονότητά τους) χωρίς καμία απολύτως προσδοκία μισθοφορικού κέρδους».

Χάρη στον φιλελληνισμό, η Ελληνική Επανάσταση γίνεται κεφάλαιο των εθνικών ιστοριών των κρατών της Ευρώπης. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη Histoire Mondiale de La France (Παγκόσμια Ιστορία της Γαλλίας), που κυκλοφόρησε το 2017 υπό τη διεύθυνση του σύγχρονου Γάλλου ιστορικού Patrick Boucheron και έγινε αμέσως μεγάλη εκδοτική επιτυχία, η Ελληνική Επανάσταση, μέσω του γαλλικού φιλελληνισμού, γίνεται κεφάλαιο αυτής της ιστορίας.

Ο φιλελληνισμός είναι ένα από τα μεγαλύτερα και μακροβιότερα κινήματα στην Ευρώπη. Φτάνει μέχρι το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα. Τελειώνει με τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Κατ’ άλλους, φτάνει μέχρι και τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν ένα κίνημα που συνέβαλε στο λεγόμενο cultural transfer, δηλαδή στην κίνηση ιδεών και την πανευρωπαϊκή δράση.

Το φαινόμενο που σήμερα ονομάζεται «ανθρωπιστική παρέμβαση» έχει την καταγωγή του στο φιλελληνικό κίνημα. Στο ίδιο κίνημα αναζητούμε επίσης τις ρίζες του «δικαιώματος στην επέμβαση». Ακριβώς γι’ αυτό, όπως γράφει ο Μπίτον, πολλές κυβερνήσεις προσπάθησαν να εμποδίσουν τους φιλέλληνες να φύγουν για την Πελοπόννησο και τη Ρούμελη. «Από φόβο μην εξαπλωθεί αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε ριζοσπαστικοποίηση», γράφει ο Σκωτσέζος ιστορικός.

Κανείς δεν αμφισβητεί πλέον ότι ο φιλελληνισμός είναι ένα πανευρωπαϊκό κίνημα το οποίο κινητοποίησε αρκετές χιλιάδες Ευρωπαίους, ξεπερνώντας τα σύνορα κρατών και εθνοτήτων. Κατά μία άποψη, «το να είσαι φιλέλληνας σήμαινε να θέλεις να συμμετάσχεις στην ιστορία εν τη γενέσει της».

Ο Μπίτον δεν είναι, βέβαια, ο μόνος ιστορικός που γράφει για τη διεθνή σημασία της Ελληνικής Επανάστασης. Όλο και περισσότεροι ιστορικοί το υποστηρίζουν.

Ας πούμε, ο Μαρκ Μαζάουερ, στο υπό έκδοση βιβλίο του. Αλλά και Έλληνες ιστορικοί, όπως δείχνει το λεξικό The Greek Revolution σε επιμέλεια Πασχάλη Κιτρομηλίδη και Κωνσταντίνου Τσουκαλά, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις του Harvard (Belknap/Harvard). Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι, έως και πρόσφατα.

«Οι αγγλόφωνοι ιστορικοί του εθνικισμού και των εθνικών κινημάτων επιδεικνύουν μεγάλη αμηχανία όταν πραγματεύονται την Ελληνική Επανάσταση», γράφει ο Μπίτον. Παραπέμπει, μάλιστα, σε επιδραστικές μελέτες Βρετανών ιστορικών, ανάμεσα στους οποίους και ο Έρικ Χόμπσμπαουμ, με τις οποίες εκφράζονται επιφυλάξεις για το εάν η περίπτωση της Ελλάδας ήταν πράγματι εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση. «Άλλοι παρακάμπτουν εντελώς το ζήτημα, μάλλον αδέξια, ή το αντιμετωπίζουν ως επουσιώδες».

Ακόμη και το 2020, στο βιβλίο Revolutionary Europe του Gavin Murray-Miller το επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα παρουσιάζεται «ξεκάρφωτο», χωρίς να εξετάζονται οι γενεσιουργές αιτίες του και η μεταγενέστερη σημασία του.

Από την άλλη πλευρά, η ελληνική ιστοριογραφία για την επανάσταση έπασχε από «εξαιρετισμό», δηλαδή απέκοπτε το γεγονός από το γενικότερο πλαίσιο, από τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή στον κόσμο, και το παρουσίαζε ως κάτι το «μοναδικά ελληνικό». Την παρουσίαζαν ως μια «παλιγγενεσία» και αναβίωση ενός παρελθόντος.

Ωστόσο, όπως γράφει ο Μπίτον, «η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους δεν επιτεύχθηκε από τους αρχαίους αλλά από τους σύγχρονους Έλληνες. Οι Έλληνες επαναστάτες και οι απόγονοί τους δικαιούνται την αναγνώριση γι’ αυτό που πραγματικά ήταν ‒ όχι μια τραγικά καθυστερημένη οπισθοφυλακή των αρχαίων προγόνων τους αλλά πρωτεργάτες ενός πολύ ευρύτερου επαναστατικού κινήματος που εκείνη την εποχή αποκτούσε ορμή σε όλο τον κόσμο και στο οποίο έμελλε να συνεισφέρουν καίρια με την εξέγερση εναντίον των Οθωμανών κατακτητών τους».

Είναι καλό και χρήσιμο το ότι ο Μπίτον, σε αυτό το σύντομο, αλλά τόσο χρήσιμο βιβλίο, μας θυμίζει πως στους εμφύλιους πολέμους του 1824 επικράτησαν οι εκσυγχρονιστές. Και ότι η Ελλάδα ετοιμαζόταν να γίνει ένα δυτικού τύπου κράτος. Και έγινε, όπως μας έδειξε το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη, η πρώτη σοβαρά τεκμηριωμένη μελέτη στο θέμα, «μια χώρα παραδόξως νεωτερική».

Το μικρό βιβλίο του Μπίτον μάς δίνει την ευκαιρία να αναλογιστούμε τι θα μείνει από την επέτειο των 200 ετών. Θα μείνει σίγουρα η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη και ο κατάλογός της. Θα μείνουν δυο-τρία βιβλία, όχι περισσότερα, όπως η Ελληνική Επανάσταση μέσα από τα οθωμανικά αρχεία του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδου από τον Sukru Ilicak. Δεν είναι και λίγα.

Όλα τα άλλα, που είναι και τα περισσότερα, οι επώνυμες καραγκούνες, τα φέσια και οι βαρύγδουπες επιτροπές θα περάσουν οριστικά στο pittoresque, στο φολκλόρ, συχνά κακόγουστο, της επετείου.