Η σιωπή των κοριτσιών

Ξέραμε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τους Έλληνες… Κεφάλαιο 20

Ξέραμε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τους Έλληνες. Ο ήχος της μάχης δεν ήταν πλέον μια μακρινή βοή, που μπορούσες κάπως να την αγνοήσεις, αλλά ένας εκκωφαντικός ορυμαγδός, που ακουγόταν πεντακάθαρα πάνω από το κροτάλισμα των αργαλειών. Καταλαβαίναμε από τον θόρυβο ότι οι Τρώες πλησίαζαν· μα και κουφές να ήμασταν, τα κατηφή πρόσωπα των δεσμοφυλάκων μας θα μας έλεγαν το ίδιο πράγμα. Από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, όλοι οι άντρες ήταν μονίμως τσαντισμένοι κι έτοιμοι να κλοτσήσουν οτιδήποτε ή οποιονδήποτε είχε την ατυχία να βρεθεί στον δρόμο τους. Φροντίζαμε να προσποιούμαστε τις αδιάφορες για την έκβαση της μάχης· όχι, βέβαια, ότι τους καιγόταν καρφάκι για το τι πιστεύαμε εμείς. Κάποιες κοπέλες, ιδίως όσες ήταν δούλες και πριν έρθουν στο στρατόπεδο, αδιαφορούσαν πραγματικά. Κανένα πιθανό τέλος δεν θα τους στοίχιζε κάτι, ούτε θα τις έκανε πιο ευτυχισμένες από πριν. Αλλά όσες κάποτε ήμασταν ελεύθερες, όσες είχαμε ασφάλεια και κύρος, ήμασταν διχασμένες ανάμεσα στην ελπίδα και τον φόβο. Ορισμένες είχαν καταφέρει να πείσουν τον εαυτό τους πως εάν –εάν– νικούσαν οι Τρώες, θα μας αντιμετώπιζαν σαν τις από καιρό χαμένες αδελφές τους. Αλλά θα το έκαναν πράγματι; Ή θα μας έβλεπαν σαν τις δούλες του εχθρού, που τώρα ήταν δικές τους και μπορούσαν να τις κάνουν ό,τι γουστάρουν; Εγώ πάντως ήξερα ποια έκβαση θεωρούσα πιθανότερη. Αλλά ακόμα και αυτή προϋπέθετε ότι θα επιβιώναμε. Κατά πάσα πιθανότητα θα χτυπούσαν νύχτα, με αναμμένα βέλη, ώστε να δημιουργήσουν το μεγαλύτερο δυνατό χάος και να προξενήσουν τη μέγιστη σύγχυση. Μέσα σε λίγα λεπτά οι ξύλινες σκηνές θα παραδίνονταν στις φλόγες· και τις νύχτες οι γυναίκες ήταν κλειδωμένες μέσα.
Έτσι, περιμέναμε μέσα σε μια αδιάκοπη παλίρροια φόβου και ελπίδας, καθώς μέρα με τη μέρα οι Τρώες κέρδιζαν έδαφος. Κάθε πρωί όλοι οι άντρες έφευγαν απ’ το στρατόπεδο
–όποιος μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και να περπατήσει ήταν υποχρεωμένος να πολεμήσει–, και έτσι απαλλασσόμασταν, τουλάχιστον, από τη διαρκή επιτήρηση, που ήταν ένα από τα πιο εκνευριστικά χαρακτηριστικά της ζωής στον καταυλισμό του Αγαμέμνονα. Εξακολουθούσαμε να δουλεύουμε όλη μέρα, αλλά κάναμε τακτικά διαλείμματα και καθόμασταν να φάμε το ψωμί και τις ελιές μας στη λιακάδα, ακούγοντας τη μάχη και προσπαθώντας να κρίνουμε εάν ακουγόταν λίγο πιο κοντά ή λίγο πιο μακριά.
Ένα πρωί που καθόμασταν στα σκαλιά, είδα τη Ρητία να πλησιάζει. Είχα μέρες να τη δω, διότι δούλευε τόσο σκληρά, που αναγκαζόταν να κοιμάται στο θεραπευτήριο. Φαινόταν καταβεβλημένη και ένιωσα να με λούζει κρύος ιδρώτας. Δεν θα άντεχα με τίποτα να τη χάσω.
«Μια χαρά είμαι» είπε. «Απλώς οι τελευταίες μέρες ήταν αρκετά δύσκολες… Βασικά, γι’ αυτό είμαι εδώ. Ζήτησα από τον Μαχάονα να σε πάρω βοηθό μου – και δέχτηκε».
Τρελάθηκα από τη χαρά μου, αλλά αμέσως σκέφτηκα: Όχι, δεν πρόκειται να συμβεί. «Δεν πρόκειται να μ’ αφήσει να φύγω».
«Κι όμως, θα σ’ αφήσει. Ο Μαχάων τού το ζήτησε ήδη».
Το κεντρικό θεραπευτήριο ήταν κοντά στο στάδιο, καμιά εικοσαριά λεπτά περπάτημα από τον καταυλισμό του Αγαμέμνονα. Δεν τόλμησα να κοιτάξω πίσω μου ούτε να χαλαρώσω μέχρι να περάσουμε την πύλη, αλλά μετά επιβράδυνα το βήμα μου και άρχισα να χαζεύω γύρω μου, λες κι έβλεπα τα πάντα για πρώτη φορά: τον αέρα να πάλλεται από τη θέρμη μιας φωτιάς, τον γυαλιστερό λαιμό ενός πετεινού που τσιμπολογούσε σπόρια, τη διαπεραστική μυρωδιά των ούρων έξω απ’ το πλυσταριό. Όλα έμοιαζαν καινούργια και θαυμαστά, χάρη στο γεγονός και μόνο ότι είχα εγκαταλείψει τα υφαντήρια.
Όταν στρίψαμε στη γωνία που οδηγούσε στον καταυλισμό του Νέστορα, διαπίστωσα έκπληκτη ότι μπροστά από τις χτιστές σκηνές του κεντρικού θεραπευτηρίου είχαν στηθεί μερικά μεγάλα αντίσκηνα. Το πανί τους ήταν λεκιασμένο και δύσοσμο από τα τόσα χρόνια που είχε μείνει στ’ αμπάρια των πλοίων. Πρέπει να ήταν από τα αντίσκηνα που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες τον πρώτο χειμώνα, όταν είχαν ακόμα την αλαζονεία να πιστεύουν ότι η εκστρατεία θα τελείωνε σε λίγες εβδομάδες ή έστω σε λίγους μήνες. Τώρα, εννέα χρόνια αργότερα, ήταν αναγκασμένοι να τα επιστρατεύσουν ξανά, για να περιθάλψουν τους τραυματίες. Ακολούθησα τη Ρητία μέσα στο πλησιέστερο αντίσκηνο, σκύβοντας λίγο το κεφάλι για να περάσω από το ανοιχτό παραπέτασμα. Παρά τον αχό της μάχης και τις δυσοίωνες συζητήσεις που έπαιρνε το αυτί μου κάθε βράδυ στο δείπνο, νομίζω πως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο άσχημα πήγαιναν τα πράγματα στον πόλεμο. Όλος ο τόπος βρομοκοπούσε αίμα.
Ακολούθησα τη Ρητία σ’ έναν στενό διάδρομο ανάμεσα σε δυο σειρές κρεβάτια και πλησιάσαμε τον Μαχάονα, που καθόταν σ’ ένα δεμάτι άχυρα κι έραβε μια πληγή. Σήκωσε το βλέμμα και μας κοίταξε. «Με το πάσο σου έκανες, βλέπω» είπε απότομα στη Ρητία. Και μετά, γυρνώντας προς το μέρος μου: «Καλώς όρισες».
Τον συμπαθούσα τον Μαχάονα. Τον είχα γνωρίσει λιγάκι όταν ερχόταν στον καταυλισμό του Αχιλλέα να μας συμβουλεύσει για την αντιμετώπιση του λοιμού. Έχω ξεχάσει πολλούς από τους άντρες που γνώρισα στο στρατόπεδο, μα τον Μαχάονα τον θυμάμαι πεντακάθαρα. Ήταν ένας ευτραφής μεσήλικας, έχω όμως την αίσθηση ότι μπορεί να ήταν και νεότερος απ’ όσο έδειχνε. Είχε άσπρα μαλλιά, που είχαν αρχίσει να αραιώνουν· πράσινα μάτια στο χρώμα του σταφυλιού, πλαισιωμένα από αμέτρητες μικρές ρυτίδες· και σαρδόνια αίσθηση του χιούμορ, μαζί μ’ έναν βαθύτατο σκεπτικισμό ως προς την ικανότητα της ιατρικής να αλλάξει τη φυσική ροή των πραγμάτων. Έναν σκεπτικισμό που, όπως πλέον γνωρίζω εκ πείρας, διαθέτουν όλοι οι καλοί θεραπευτές. Καθώς στεκόμουν εκεί και παρακολουθούσα τις κινήσεις των δαχτύλων του ενόσω έραβε την πληγή, ένιωσα ασφαλής, για πρώτη φορά από τότε που είχα φτάσει στο στρατόπεδο. Δεν ξέρω γιατί. Τέλειωσε τα ράμματα δένοντας έναν κόμπο, παίνεψε τον κάθιδρο άντρα για το θάρρος του και προχώρησε παρακάτω, για να περιποιηθεί τον επόμενο ασθενή. Η Ρητία έδωσε στον άντρα λίγο νερό –δεν επιτρεπόταν να πιει κρασί– και τον τακτοποίησε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί. Εκείνος γύρισε με προσοχή στο καλό πλευρό του, έκλεισε τα μάτια και μέσα σε λίγα λεπτά τον είχε πάρει ο ύπνος. Αναρωτήθηκα πώς ήταν δυνατόν να κοιμηθεί κανείς εκεί μέσα. Μέσα στο πρασινωπό μισοσκόταδο βούιζαν αδιάκοπα οι κρεατόμυγες, ενώ κάποιοι ασθενείς φώναζαν ή ούρλιαζαν, προσπαθώντας να σκίσουν τους επιδέσμους τους μέσα στο παραλήρημά τους – κι εμείς έπρεπε να τους εμποδίσουμε με τη βία.
Η Ρητία με πήγε στο βάθος της σκηνής και με έβαλε να καθίσω σ’ ένα μακρόστενο τραπέζι. Ένιωθα όμορφα που καθόμουν ξανά δίπλα της στον πάγκο, μ΄ ένα γουδί κι ένα γουδοχέρι μπροστά μου, περιστοιχισμένη από διάφορα βάζα με αποξηραμένα βότανα. Πάνω από το κεφάλι μας, κρεμασμένα σ’ ένα σχοινί, ματσάκια αποξηραμένα βότανα λικνίζονταν στο αεράκι. Φρέσκα βότανα –όσα μπορούσαν να συλλεχθούν εκεί γύρω– ήταν αφημένα σε μπουκετάκια πάνω στο τραπέζι και ανέδιδαν τα αψιά, γλυκά, διαπεραστικά τους αρώματα, προσελκύοντας μέλισσες, που έμπαιναν από το ανοιχτό παραπέτασμα. Κάποια βότανα –από αυτά που αναγνώριζα– χρησίμευαν στην ανακούφιση του πόνου, ενώ άλλα ήταν για το καθάρισμα των πληγών. Όπως μου είπε η Ρητία, πιο πολλοί άντρες πέθαιναν από μόλυνση παρά από αιμορραγία. «Αν παρακολουθήσεις τον Μαχάονα να εξετάζει έναν ασθενή, θα δεις ότι δεν κοιτάζει απλώς την πληγή, την ακούει».
Κάποια στιγμή αργότερα είδα τον Μαχάονα να σκύβει πάνω από έναν άντρα, τον οποίο είχαν φέρει εκείνο το πρωί. Στην αρχή απλώς εξέτασε προσεκτικά και για πολλή ώρα την πληγή, αλλά μετά άρχισε να την ψηλαφεί με τ’ ακροδάχτυλά του, πιέζοντας απαλά, ξανά και ξανά. Και, ναι, η Ρητία είχε δίκιο: Από την έκφραση του προσώπου του κατάλαβα ότι άκουγε. Και τότε το άκουσα κι εγώ: ένα αμυδρό αλλά αδιαμφισβήτητο τρίξιμο κάτω από το δέρμα. Ο Μαχάων χαμογέλασε και του είπε μερικές καθησυχαστικές κουβέντες, αλλά σε λιγότερο από μία ώρα ο ασθενής μεταφέρθηκε σε μια καλύβα στο ακρωτήρι όπου έκαιγαν τους νεκρούς. Ήταν γνωστή ως η «καλύβα της μπόχας», διότι η αποφορά σ’ έπιανε απ’ τον λαιμό κάθε φορά που άνοιγε ή έκλεινε η πόρτα της. Όποιος έμπαινε σ’ αυτή την καλύβα δεν επέστρεφε ζωντανός.
«Είναι το χώμα» είπε η Ρητία. «Μπαίνει στην πληγή και μόλις ακούσεις αυτό το τρίξιμο…» Κούνησε το κεφάλι της.
Οφείλω να ομολογήσω ότι κάπου βαθιά μέσα μου ένιωσα ικανοποιημένη που το εύφορο χώμα της Τροίας σκότωνε τους εισβολείς. Αλλά συγχρόνως ένιωθα και συντετριμμένη, όπως και κατά τη διάρκεια του λοιμού, διότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους άντρες ήταν πολύ νέοι, κάποιοι σχεδόν αγόρια ακόμα, και για κάθε πολεμοχαρή τύπο που δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να πολεμήσει, υπήρχε κάποιος άλλος που δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να βρίσκεται εκεί πέρα. Μα όσο και να συμπονούσα, άθελά μου σχεδόν, τους άντρες που κάθονταν να τους ράψουν τις πληγές ή που ξέσκιζαν τους επιδέσμους τους μέσα στον πυρετό τους, εξακολουθούσα να τους μισώ και να τους σιχαίνομαι όλους. Όταν το είπα στη Ρητία, απλώς κούνησε τους ώμους –«Ναι, ναι»– και συνέχισε να απλώνει αλοιφή σ’ ένα έμπλαστρο.
Ένιωσα τη δυσφορία της απέναντί μου, αλλά παρ’ όλα αυτά θεωρούσα σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Από πολλές απόψεις θα ήταν ευκολότερο να διολισθήσουμε στη σκέψη ότι βρισκόμασταν όλοι μαζί, άντρες και γυναίκες, σ’ αυτή την κατάσταση, εξίσου φυλακισμένοι σε τούτη τη λωρίδα γης ανάμεσα στην Τροία και τη θάλασσα· ευκολότερο, αλλά λάθος. Εκείνοι ήταν άντρες – και ελεύθεροι. Εγώ ήμουν γυναίκα – και δούλα. Αυτό ήταν ένα χάσμα που κανένα δακρύβρεχτο επιχείρημα περί κοινής φυλακής δεν θα έπρεπε να το αποκρύπτει.
Κάθε βράδυ, πριν από το δείπνο, έρχονταν οι βασιλιάδες και οι υπαρχηγοί τους να επισκεφθούν τους τραυματίες. Πήγαιναν από κρεβάτι σε κρεβάτι και προσπαθούσαν να τους εμψυχώσουν: Μην ανησυχείς, σύντομα θα σε βγάλουμε από δω μέσα. Οι άντρες πάντοτε τους έκαναν το χατίρι να γελάσουν και να καλαμπουρίσουν, αλλά μόλις η ηγεσία αποχωρούσε, ξανάρχιζαν την γκρίνια. Απ’ όσο ξέρω, κανένας βασιλιάς δεν επισκέφτηκε ποτέ την καλύβα της μπόχας, ενώ ακόμη και στα αντίσκηνα του θεραπευτηρίου εστίαζαν μονάχα στους ελαφρύτερα τραυματίες.
Παρ’ όλα αυτά, οι μέρες που πέρασα στο θεραπευτήριο κοντά στη Ρητία έχουν καταγραφεί στη μνήμη μου ως ευτυχισμένες. Ευτυχισμένες; Ναι, κι εμένα μου φαινόταν απίστευτο. Αλλά η αλήθεια είναι ότι λάτρευα αυτή τη δουλειά, τη λάτρευα από κάθε άποψη. Υπάρχει ένα ρητό που λέει: Όταν κάποιος αγαπάει τα εργαλεία μιας τέχνης, έχει ακούσει το κάλεσμα των θεών. Ε, λοιπόν, εγώ αγαπούσα το γουδί και το γουδοχέρι, αγαπούσα τη στιλπνή κοιλότητα της κούπας, ένιωθα το γουδοχέρι να εφαρμόζει στην παλάμη μου σαν να ήταν ανέκαθεν εκεί. Αγαπούσα τα βάζα και τα σκεύη που ήταν αραδιασμένα στο τραπέζι μπροστά μου, αγαπούσα το άρωμα των φρέσκων βοτάνων, αγαπούσα το σχοινί πάνω απ’ το κεφάλι μου, με τα ισχνά ματσάκια που λικνίζονταν στην αύρα. Οι ώρες περνούσαν κι εγώ δεν καταλάβαινα για πότε είχαν περάσει. Χανόμουν μέσα σ’ αυτή τη δουλειά – και συνάμα έβρισκα τον εαυτό μου. Μάθαινα πάρα πολλά πράγματα, τόσο από τη Ρητία όσο και από τον Μαχάονα, ο οποίος, όταν είδε ότι ενδιαφερόμουν κι ότι διέθετα ήδη κάποιες γνώσεις και ικανότητες, δεν τσιγκουνευόταν τον χρόνο του. Άρχισα πραγματικά να σκέφτομαι: Για δες, τα καταφέρνω. Κι αυτή η πεποίθηση με απομάκρυνε άλλο ένα βήμα απ’ το να είμαι απλώς η ομόκλινη του Αχιλλέα ή το πτυελοδοχείο του Αγαμέμνονα.

Μια μέρα ο θόρυβος της μάχης δυνάμωσε τόσο πολύ, ώστε όλοι μέσα στο αντίσκηνο του θεραπευτηρίου σήκωσαν το κεφάλι ξαφνιασμένοι, πιστεύοντας ότι ανά πάσα στιγμή θα εισέβαλλαν οι Τρώες. Υπήρξε μια μαζική εισροή τραυματιών, την οποία, σχεδόν αμέσως –μόλις μισή ώρα αργότερα– διαδέχτηκε μια δεύτερη. Πήγαινα παυσίπονα ροφήματα από κρεβάτι σε κρεβάτι, μα όταν ζόρισαν τα πράγματα, άρχισα να βοηθάω στο πλύσιμο και την επίδεση των πληγών. Ο Μαχάων μάς έβαζε να πλένουμε τις πληγές με αλατόνερο –όχι θαλασσινό νερό, αλλά φρέσκο νερό απ’ το πηγάδι μαζί με αλάτι– και αυτή η διαδικασία ήταν εξαιρετικά επώδυνη, αν και οι άντρες πάντα γελούσαν και αστειεύονταν την ώρα που τους πλέναμε. Ήταν ζήτημα τιμής γι’ αυτούς να μη φωνάξουν. Αυτή, φυσικά, ήταν η αντίδραση των ελαφρύτερα πληγωμένων. Όσοι έφταναν ημιθανείς ή ημιαναίσθητοι ουδόλως νοιάζονταν γι’ αυτά που τους κάναμε.
Μετά την επίδεση των πληγών τους, όσοι μπορούσαν να περπατήσουν έβγαιναν έξω να καθίσουν στον δροσερό αέρα. Μοίραζα κανάτες με καλά αραιωμένο κρασί και πήγαινα από πηγαδάκι σε πηγαδάκι προσφέροντας πιατέλες με κρύο κρέας και ψωμί. Όλοι μιλούσαν για την επικείμενη ήττα. Ήταν θυμωμένοι με τον Αχιλλέα που αρνιόταν να πολεμήσει, αλλά κυρίως κατηγορούσαν τον Αγαμέμνονα που είχε επιτρέψει να συμβεί όλο αυτό. «Θα έπρεπε να του επιστρέψει το αναθεματισμένο το κορίτσι» είπε κάποιος, καθώς τον βοηθούσα να βάλει κρασί. «Από εκεί ξεκίνησαν όλα». «Αυτοί μια χαρά τη βγάζουν» είπε ένας άλλος. «Πόσους στρατηγούς βλέπεις εδώ μέσα;» Ακούστηκε ένα κύμα επιδοκιμασιών. «Τα βλέπετε; Όλοι αυτοί οι κερατάδες είναι εξαιρετικά απασχολημένοι με το να ηγούνται από τα μετόπισθεν».
Αλλά αυτό επρόκειτο να αλλάξει. Πρώτος ήρθε τραυματισμένος ο Οδυσσέας, για να ακολουθήσει σχεδόν αμέσως ο Αίαντας και στη συνέχεια, δυο τρεις ώρες αργότερα, ο ίδιος ο Αγαμέμνων. Μπορεί να είχε αποφύγει να πάρει μέρος στις επιδρομές, αλλά δεν μπορούσε πλέον να αποφύγει να πολεμήσει. Διακυβεύονταν πάρα πολλά. Ανάμεσα σ’ αυτά και η επιβίωσή του. Ο Μαχάων καθάρισε και περιποιήθηκε αυτοπροσώπως την πληγή του, αν και δεν ήταν παρά μια αμυχή. Ήταν αρκετά παράξενο να βλέπεις τον Αγαμέμνονα να κάθεται εκεί πέρα, χλωμός, παρά την ηλιοκαμένη του επιδερμίδα, και καταβεβλημένος. Ωστόσο, από μακριά η φιγούρα του εξακολουθούσε να είναι επιβλητική. Ξαφνικά κατάλαβα τι μου θύμιζε η όψη του: το άγαλμα του Δία στο στάδιο (βεβαίως, αργότερα έμαθα ότι το εν λόγω άγαλμα είχε λαξευτεί με βάση τη μορφή του, γεγονός που, όσο να πεις, εξηγούσε κάπως την ομοιότητα).
Ακούστηκαν πολλές ψεύτικες ζητωκραυγές όσο ήταν εκεί, αλλά μόλις αποχώρησε από τον διάδρομο που άνοιξαν ειδικά γι’ αυτόν ανάμεσα σε δύο σειρές κρεβάτια, ξανάρχισαν τα μουρμουρητά. Άκουγες παντού την ίδια γκρίνια, τόσο από τους άντρες που επισκέπτονταν τους φίλους τους όσο και από τους ίδιους τους τραυματίες, που ήταν καθηλωμένοι στο κρεβάτι και στριφογύριζαν μέσα στη ζέστη, προσπαθώντας να μην ξύσουν το δέρμα που τους φαγούριζε κάτω από τους επιδέσμους. Σιγά σιγά, απ’ ό,τι άκουγα, το μουρμουρητό άρχισε να περιστρέφεται γύρω από ένα όνομα. Απ’ όλες τις τάξεις των πολεμιστών –από απλούς στρατιώτες και αξιωματικούς μέχρι τους πιο κοντινούς υπασπιστές του Αγαμέμνονα– άκουγες το ίδιο πράγμα: Δωροδόκησέ τον, παρακάλα τον, φίλα του τον κώλο, αν χρειαστεί, αλλά, να πάρει η οργή, πείσε τον κοπρίτη να πολεμήσει!
Συνέχισα να περιφέρομαι στον χώρο, προσπαθώντας να ακούσω πιο καθαρά τι έλεγαν, αλλά κάποια στιγμή αναγκάστηκα να επιστρέψω στον πάγκο, για να ετοιμάσω έμπλαστρα, ενόψει του επόμενου κύματος τραυματιών. Όμως ακόμα κι εκεί πίσω άκουγες το ίδιο όνομα, στην αρχή ψιθυριστά και μετά όλο και πιο δυνατά. Καθώς η μέρα αργοκυλούσε, καθώς όλο και περισσότεροι τραυματίες συνωστίζονταν στο ήδη κατάμεστο αντίσκηνο, άκουγες παντού το ίδιο όνομα: Αχιλλέας, Αχιλλέας και ξανά: Αχιλλέας!