Η γυναίκα με το βαμμένο χέρι

Κεφάλαιο Ι

Πάνβελ – Μαμπάη, έτος Εγίρας 1177 / σωτήριον έτος 1764

Ο Μούσα αλ-Λαχούρι έπρεπε να υπογράψει το πιστοποιητικό γνησιότητας του αστρολάβου του εις τριπλούν. Ο πε­λάτης είχε ζητήσει να του ετοιμάσουν τρία ωραιότατα μεγάλα έγγραφα και να τα απλώσουν με κάθε επισημότητα σε ένα τραπέζι κάτω από το υφασμάτινο σκέπαστρο στον κήπο του, στον οποίο φαινόταν να έχει ιδιαίτερη αδυναμία — όπως και σε όλη την περιουσία του. Φλυαρώντας ακατάπαυστα, έδωσε τον κάλαμο στον δάσκαλο Μούσα. Ο αστρονόμος έπνιξε έναν αναστεναγμό και υπέγραψε τρεις φορές με το πλήρες όνομά του: Ουστάντ Μούσα ιμπν Ζαΐν αντ-Ντιν Κασίμ ιμπν Κασίμ ιμπν Λουτφουλάχ αλ-Μουνάγκιμ αλ-Λαχούρι.

Η οικία του πελάτη βρισκόταν πάνω στον παλιό εμπορικό δρόμο, σε μια κακάσχημη περιοχή ανάμεσα στο παζάρι και στο λιμάνι του Πάνβελ· το κτήμα περιλάμβανε και μερικά μεγάλα μαγαζιά, καθώς και μια πορτογαλική εκκλησία, την οποία ο πελάτης είχε αγοράσει και μετατρέψει σε αποθήκη για τα εμπορεύματά του: λουλάκι, όπιο, καμβάδες — ο δάσκαλος Μούσα, ο αρχιτεχνίτης, τα είχε μάθει με κάθε λεπτομέρεια κι είχε προλάβει κιόλας να τα ξεχάσει. Είχε φέρει τον αστρολάβο την προηγουμένη από τη Μαμπάη, όπου διέμενε προσωρινά, και είχε διανυκτερεύσει στο σπίτι του πελάτη. Άκουγε ώρες ολόκληρες —ευτυχώς με τη συνοδεία καλού φαγητού— τον πελάτη, που ήταν επίσης Πέρσης, να παινεύεται για το σπίτι του, για τη ζωή του, για την καλοτυχία του, για την καλοσύνη του, για τα παιδιά του και τα εμπορεύματά του και την τιμή που έπιαναν στην αγορά. Μετά είχε αρχίσει να παζαρεύει την τιμή του αστρολάβου, παρότι η συμφωνία για την αγοραπωλησία είχε κλειστεί δι’ αλληλογραφίας και δεν υπήρχε πλέον κάτι να παζαρέψει. Συγχρόνως, τραβολογούσε τον δάσκαλο Μούσα σε όλο το σπίτι, για να του δείξει τις ομορφιές του, και μετά στον κήπο, που ήταν περιφραγμένος με έναν ψηλό τοίχο και φάνταζε μάλλον παράταιρος σ’ εκείνη την απαίσια περιοχή. Περπατούσαν δίπλα σε ένα τεχνητό ρυάκι στρωμένο με πλακάκια, ανάμεσα σε τριανταφυλλιές και ευωδιαστούς ιβίσκους, κάτω από κλουβιά πουλιών στημένα πάνω σε λεπτές, αυλακωτές κολόνες, κάνοντας τον ίδιο κύκλο, ξανά και ξανά. Τα μονοπάτια ήταν βρεγμένα. Το ίδιο και το υφασμάτινο σκέπαστρο, κάτω από το οποίο είχαν σχηματιστεί υδρατμοί. Το γε­γονός ότι είχε βρέξει εκτός εποχής —«ενάντια στην αστρονομία», όπως είπε με περισπούδαστο ύφος ο πελάτης, προς μεγάλο εκνευρισμό του Μούσα— φαινόταν να έχει δημιουρ­γήσει τρομερή σύγχυση στον έμπορο, που δεν έλεγε να το χωνέψει με τίποτα κι έτσι συνέχιζε να περιφέρεται πεισματάρικα στη βροχή.

Από τα μαγαζιά ακούγονταν φωνές και σφυροκοπήματα. Ίσως έφτιαχναν νέα στέγη στην εκκλησία. Ο δάσκαλος Μούσα κοίταξε ψηλά, το γαλανό, βαθουλωμένο από το νερό ύφασμα του σκέπαστρου και τον ατμό που περιέβαλλε το κεφάλι του πελάτη, ο οποίος φορούσε πολλές κελεμπίες τη μία πάνω απ’ την άλλη, είχε στερεώσει το τουρμπάνι του με μια καρφίτσα από νεφρίτη, στα αυτιά του φορούσε ρουμπίνια και απέπνεε ιδιαίτερη ιλαρότητα. Με μια μικρή υπόκλιση, ο Μούσα τού επέστρεψε τον κάλαμο.

Το πιστοποιητικό γνησιότητας ήταν ένα έγγραφο δίχως το παραμικρό νόημα. Ο καθένας μπορούσε να αντικαταστήσει ένα χαρτί με ένα άλλο. Ο Μούσα συνήθως υπέγραφε απευθείας στον ορείχαλκο των οργάνων του. Επίσης, ο πελάτης είχε βάλει να του φτιάξουν μια πανάκριβη βάση για τον αστρολάβο —από έβενο, ασήμι, φίλντισι και λίγη κινέζικη λάκα—, η οποία ήταν εξίσου άνευ νοήματος με το πιστοποιητικό. Επρόκειτο για έναν μικρό, επίπεδο αστρολάβο, που χωρούσε στην παλάμη, κι αν τον καθήλωνες σε βάση ήταν αδύνατον να τον χρησιμοποιήσεις. Μα, έτσι κι αλλιώς, ο πελάτης δεν θα τον χρησιμοποιούσε. Ο πελάτης δεν καταλάβαινε γρι ούτε από αστρονομία ούτε από μαθηματικά. Αυτός ο κουραστικός πελάτης, σκέφτηκε ο Μούσα, ήταν μετά βίας σε θέση να ξεχωρίσει τον ήλιο απ’ το φεγγάρι και τη μέρα από τη νύχτα, κι αυτό ίσως όχι πάντα. Συνέλεγε αστρολάβους μονάχα για να τους επιδεικνύει και να παινεύεται. Κι ένας αυθεντικός αστρολάβος του Μούσα αλ-Λαχούρι ήταν απολύτως ενδεδειγμένος για τον σκοπό αυτό, ακόμα κι αν ήταν ηλιθιωδώς καθη­λωμένος πάνω σε μια βάση. Οι αστρολάβοι του ήταν περιζήτητοι. Τα έσοδα από την πώληση ενός μόνο τεμαχίου αρκούσαν για να χρηματοδοτήσουν ένα μεγάλο τμήμα του ταξι­διού του από την Τζαϊπούρ ως τη Μαμπάη κι από εκεί ως τις ιερές πόλεις μέσω θαλάσσης.

Ο πελάτης είχε βάλει έναν υπηρέτη να τους ακολουθεί κατά πόδας, ώρες ολόκληρες, κρατώντας τον αστρολάβο με ένα μαντιλάκι πάνω στη βάση του· στο σπίτι, στον κήπο και τελικά κάτω από το βρεγμένο στέγαστρο. Και τώρα είχε γίνει επιτέλους δικός του και έστεκε στο τραπέζι του. Απάγγειλε ένα στιχάκι του συρμού για το στερέωμα, που μένει αθάνατο σε μιας στιγμής εικόνα, και τα λοιπά και τα λοιπά. Ο Αλ-Λαχούρι είχε βαρεθεί να το ακούει. Έκανε άλλη μια υπόκλιση.

Εμφανίστηκαν κι άλλοι υπηρέτες, που ωστόσο δεν έφεραν τα χρήματα, φερειπείν, αλλά μεγάλες πιατέλες με φρούτα και εγγλέζικο χωνευτικό λικέρ, σερβιρισμένο σε εγγλέζικα ποτηράκια. Ο πελάτης είπε μερικές αμπελοφιλοσοφίες για τους Άγγλους, με τους οποίους προφανώς είχε πολλά εμπορικά πάρε δώσε, πρόσθεσε άφθονες αβρότητες και μετά τη λέξη «αλιδάδ». Την οποία επανέλαβε αρκετές φορές, έτσι σκέτη, χωρίς να την εντάσσει σε κάποια φράση. Έσκυψε μάλιστα προς τον δάσκαλο Μούσα, κολλώντας σχεδόν τα χείλη του στο αυτί του, και την επανέλαβε με νόημα: «Αλιδάδ».

«Μάλιστα», είπε ο Μούσα. «Στην πίσω πλευρά είναι».

Ήταν η πρώτη φορά μετά την αναχώρησή του που ένιωθε μια κάποια νοσταλγία για την Τζαϊπούρ. Εκεί δεν θα τολμούσε κανένας να του επαναλαμβάνει αδιάκοπα τη λέξη «αλιδάδ» μ’ αυτόν τον ηλίθιο, ξεκάρφωτο τρόπο. Ήταν σαν να πήγαινες σε έναν τσαγκάρη και να του έλεγες «σόλα, σόλα». Προφανώς το «αλιδάδ» ήταν η μόνη λέξη που είχε ακουστά ο πελάτης από τον χώρο των επιστημών· γι’ αυτό και ήθελε να την πετάξει ντε και καλά στην κουβέντα, εν είδει σπόρου, μπας και φύτρωνε απ’ αυτόν μια ολόκληρη συζήτηση. Ο πελάτης πήρε από το χέρι του υπηρέτη του το μαντιλάκι, έπιασε με αυτό τον αστρολάβο και τον κράτησε μπροστά στη μύτη του δημιουργού του, αναφωνώντας πάλι: «Αλιδάδ!»

 

II

Γοτίγγη, σωτήριον έτος 1759

«Όταν ένας περιηγητής που βρίσκεται σε ένα πανάκριβο ταξίδι στην Αραβία με δική μας χρηματοδότηση», αναφώνησε ο καθηγητής Μιχαέλις, «δεν γνωρίζει εκ των προτέρων τι θα δει εκεί, τότε δεν θα δει απολύτως τίποτα ή θα δει μόνο ευτελείς σαχλαμάρες!» Με την τελευταία φράση χτύπησε μεταξύ τους τις φτέρνες από τις μπότες ιππασίας που φορούσε πάντα όταν στεκόταν στην έδρα.

Οι διαλέξεις του Μιχαέλις ήταν ακριβές αλλά εξαιρετικά δημοφιλείς. Καμιά φορά τρύπωναν και μερικοί φοιτητές χωρίς να πληρώσουν, μα ένας υπηρέτης που έμοιαζε με Ούνο πολεμιστή ξετρύπωνε τους τζαμπατζήδες και τους πετούσε έξω. Όταν ο Μιχαέλις εμφανιζόταν με τον συγκεκριμένο υπηρέτη, θύμιζαν τον Δαβίδ με τον Γολιάθ. Καμιά φορά, μάλιστα, έβαζε τον γίγαντα να στέκεται στο πλάι του με τις ώρες, σαν να έλεγε «αν τολμήσει κανένας να γελάσει, ουαί κι αλίμονό του». Ο θεολόγος Μιχαέλις ήταν ένας μικρόσωμος άντρας με δυνατή, διαπεραστική φωνή. Ακόμα κι όταν βρισκόταν στην έδρα, δεν αποχωριζόταν το ξίφος του. Από τότε που είχαν μπει οι Γάλλοι στην πόλη, κυκλοφορούσε πάντα με το ξίφος φορεμένο σε περίοπτη θέση, καθώς κι ένα πιστόλι.

Ενίοτε έκανε αναπαραστάσεις της Βίβλου, σαν ηθοποιός. Το σπίτι του στη Ρίτερσχοϊζερ Στράσε ήταν πάντα γεμάτο από συναδέλφους του, από φοιτητές, από τα παιδιά και τα βιβλία του, κι όμως συνέρρεε διαρκώς κι άλλος κόσμος. Προσφάτως, ένας φοιτητής Νομικής είχε σκαρφαλώσει στην πρόσοψη του σπιτιού, ίσως με την ελπίδα πως θα κατάφερνε να δει έστω φευγαλέα από το παράθυρο τον Μιχαέλις να παλεύει ως άλλος Ιακώβ με τον άγγελο ή ως άλλη σύζυγος του Πετεφρή με τον Ιωσήφ· όμως είχε πέσει κι είχε σπάσει το χέρι του.

«Ο λόγιος, εγώ, όλοι εμείς, εδώ, στο σπίτι μας», συνέχισε ο Μιχαέλις, «διαβάζουμε τα βιβλία μας και συλλογιζόμαστε τι μπορεί να βρούμε στις χώρες της Ανατολής και πώς θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την Αγία Γραφή. Έπειτα από ορθή μελέτη θέτουμε τα ορθά ερωτήματα. Διαβάζουμε τη Βίβλο και το Κοράνι, τη μία με το δεξί, το άλλο με το αριστερό μάτι, και τα συσχετίζουμε στον εγκέφαλό μας. Άλλωστε, τα εβραϊκά και τα αραβικά αποτελούν απλώς διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσας· δεν απέχουν μεταξύ τους ούτε καν όσο τα άνω σαξονικά από τα κάτω σαξονικά, κι εγώ τα απαγγέλλω σαν ποιηματάκι ώσπου να κλείσει η φωνή μου, ενώ εσείς εξακολουθείτε να χάφτετε μύγες. Η Αραβία είναι το λίκνο μας! Εκεί διαδραματίζεται η Αγία Γραφή! Εκεί αποκαθίσταται το νόημα και επανέρχεται η σαφήνεια στην έννοια της πίστεως. Η προκατάληψη είναι πάντα ολετήρια. Όποιος καταλαμβάνεται από φόβο επειδή ταξιδεύουμε στη Μέκκα σε αναζήτηση εφοδίων για τη μελέτη της Βίβλου —αρχικώς νοερά, όλοι εμείς εδώ, κι έπειτα σωματικά, οι περιηγητές μας—, ας επιστρέψει καλύτερα στο κατηχητικό! Η θεολογία είναι ακριβής επιστήμη. Ο φόβος μάς παραλύει και η παιδαριώδης ευσέβεια είναι στείρα, όπως και το ηλίθιο ύφος σας, εσείς εκεί!»

Έτεινε το καμτσίκι του προς την πρώτη σειρά. Οι ακροατές λούφαξαν τρομαγμένοι. Ο Μιχαέλις δεν χρησιμοποιού­σε το καμτσίκι του μόνο για να δείχνει· ενίοτε το χρησιμοποιούσε και για να δέρνει.

«Inna scharra ad-dawabbi ainda Allahi as-summu al-bukmu al-ladhina la yaqiluna», αναφώνησε ο καθηγητής, «“κ’ ιδού, το χειρότερο κτήνος ενώπιον του Αλλάχ είναι το κουφό και ανόητο, αυτό που του λείπει κάθε σωφροσύνη”, Σούρα 8,22!»

Χτύπησε δυνατά το καμτσίκι πάνω στην έδρα, δύο φορές, απόσωσε το κρασί του, χαλάρωσε τον λαιμοδέτη του και συνέχισε:

«Ο περιηγητής που θα στείλουμε στην Ανατολή είναι το άτι μας. Ο ίππος στη σκακιέρα μας. Το εργαλείο μας, ο άγγελός μας, τα μάτια μας. Είναι το τηλεσκόπιό μας! Και είναι μεγάλη τιμή να είσαι το τηλεσκόπιο ενός ορθόφρονα, ακριβούς μελετητού, ενός Γαλιλαίου εκ Γοτίγγης. Μόνο που θα πρέπει να μη χάνετε τον στόχο σας. Κύριοι, δεν θέλετε να είστε ένα τηλεσκόπιο που πλανιέται αυθαίρετα στον ουρανό, κάνοντας ένας Θεός ξέρει πόσες ανοησίες, εστιάζοντας σε ένα σωρό άχρηστες λεπτομέρειες. Πολλώ δε μάλλον, που το περί ου ο λόγος δεν είναι μόνο ένα ταξίδι στον χώρο, αλλά και στον χρόνο. Ποιος δεν θα χάσει τον δρόμο του, αν λείπει το χαλινάρι που τον συνδέει με τον ορθό λόγο, με την πατρίδα και με την ταπεινότητά μου; Η εμπειρική θεολογία εκμεταλλεύεται μια ευτυχή συγκυρία: οι Ανατολίτες δεν έχουν εξελιχθεί με την ίδια βιάση και τον ίδιο ζήλο όπως εμείς, αλλά ζουν ακόμη σε σχεδόν βιβλικές συνθήκες, βρίσκονται σε κατάσταση αθωό­τητος. Η Ανατολή στερείται ταχύτητος. Επίσης, δεν βρέθηκε ποτέ κάτω από τον ζυγό άλλων λαών, διατηρώντας έτσι τον χαρακτήρα της. Όποιος πηγαίνει στην Ανατολή, δεν διανύει απλώς χιλιάδες μίλια σε στεριά και θάλασσα· ταξιδεύει επίσης μερικές χιλιετίες πίσω στον χρόνο. Διότι φτάνει εκεί, χτυπάει την πόρτα του Μωυσή και λέει: “Αβά, πατέρα μου, πες μου, σε παρακαλώ, ξανά την ιστορία σου, λίγο πιο λεπτομερώς. Τι ακριβώς ήταν τα kinnim, που έπληξαν την Αίγυπτο, όπως είναι γραμμένο στο όγδοο κεφάλαιο της Εξόδου; Ήταν κουνούπια ή σκνίπες ή μήπως αλογόμυγες ή ίσως αυτές οι μανιασμένες σφήκες, οι ιχνεύμονες, που συνάντησε ο φυσιοδίφης Χάσελκβιστ στο ταξίδι του στην Παλαιστίνη;”»

Ο Μιχαέλις σώπασε και κοίταξε την αίθουσα όλο προσμονή. Κανένας δεν τόλμησε να γελάσει. Τελικά γέλασε ο ίδιος ο Μιχαέλις, ένα κοφτό, βροντερό γέλιο, ήπιε, έβγαλε τελείως τον λαιμοδέτη του, τον πέταξε πάνω στο Κοράνι και συνέχισε:

«Το ζήτημα δεν είναι μόνο τα κουνούπια. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ο φυσικός κόσμος. Στην Αραβία δεν καλούμαστε να μελετήσουμε μόνο τις πέτρες, τα ζώα, τα φυτά, τον καιρό, τις παλίρροιες και τη γεωγραφία, αλλά πρωτίστως την ανθρώπινη ζωή. Διότι πάνω σε τι χτίστηκε η Βίβλος, αν όχι πάνω στην ανθρώπινη ζωή; Θέλουμε να ακούσουμε τις γλώσσες! Ακόμα και τις γλώσσες του απλού λαού! Να μάθουμε για τα ήθη και τα έθιμα! Τι κάνουν με τους νεκρούς τους! Να μάθουμε για τις γυναίκες τους, πόσες έχουν και πώς τους φέρονται! Δεν αρκεί να εξακριβώσουμε ποια ήταν, σύμφωνα με τη λινναία ταξινομία, τα βατράχια και οι ακρίδες που έπληξαν την Αίγυπτο, θέλουμε επίσης να μάθουμε ποια αξία ή απαξία τούς αποδίδουν σήμερα στην Ανατολή, τώρα και τότε, διότι είναι ένα και το αυτό! Τα σκοτώνουν; Τα αγαπούν; Τα θεωρούν ακάθαρτα; Τα τρώνε; Τα κλείνουν σε κλουβιά; Τα λατρεύουν σαν θεότητες; Τα χαρίζουν σαν νυφικά δώρα; Τα ταριχεύουν και τα κρεμούν σαν κόσμημα στον λαιμό τους; Αυτά, κύριοι, είναι σημαντικά ερωτήματα, που πρέπει να συγκεντρωθούν και να καταγραφούν και να βρίσκονται ανά πάσα στιγμή στο χέρι του περιηγητή, ο οποίος θα πρέπει να τα απομνημονεύει καθημερινά και να κατευθύνει τη διαδρομή του και το βλέμμα του βάσει αυτών!»

«Και…» είπε κάποιος, πολύ σιγανά «…και με τους μουσουλμάνους τι γίνεται;»
Ήταν ένας φοιτητής Ιατρικής. Παρευρισκόταν πρώτη φορά στη συγκεκριμένη διάλεξη και δεν σκόπευε να ξανάρθει. Ούτε καθόταν στην πρώτη σειρά. Γι’ αυτό και τόλμησε να απευθύνει ερώτηση στον καθηγητή Μιχαέλις.

«Τι γίνεται με τους μουσουλμάνους;» ρώτησε απορη­μένος ο Μιχαέλις.

«Σ’ εκείνη την περιοχή δεν ζουν μουσουλμάνοι;» διευκρίνισε ο φοιτητής Ιατρικής.

«Ναι, δόξα τω Θεώ!» φώναξε ο Μιχαέλις. «Θα ήταν τραγικό εάν ζούσαν εκεί οι Οτεντότοι ή οι κανίβαλοι ή εσείς, με τη λεπτή φωνούλα σας! Οι μουσουλμάνοι είναι γνωστικοί άνθρωποι. Από την ιστορία τους προκύπτει πως έχουν υγιή κρίση, ενώ από την κίβδηλη θρησκεία τους προκύπτει πως έχουν κατανόηση. Είναι οι μάρτυρές μας! “Αμπού, πατέρα μου”, πείτε στον μουσουλμάνο, “τι έζησε τότε ο Μωυσής;”»

Ο Μιχαέλις κράτησε το βλέμμα του κολλημένο στον φοιτητή Ιατρικής, ώσπου εκείνος τιτίβισε ένα «ευχαριστώ τα μάλα».

«Facta!» φώναξε ο Μιχαέλις. «Επικυρωμένα, ιστορικά facta! Τα δεδομένα δεν είναι εχθροί ούτε της ευσέβειας ούτε της δογματικής ούτε της θείας αποκαλύψεως! Δεν θέλουμε τη φοβισμένη πίστη, που γραπώνεται αποκλειστικά από τα γράμματα! Όχι, εμείς ανοιγόμαστε στον κόσμο! Και δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε συνέχεια μόνο στην Παλαιστίνη! Η Παλαιστίνη έχει μελετηθεί μέχρι αηδίας! Κάτω από κάθε καμήλα θα βρεις κι έναν Χριστό!»

Μιλούσε πλέον σχεδόν τρεις ολόκληρες ώρες. Κό­ντευαν μεσάνυχτα. Τα κεριά κάπνιζαν, ο αέρας ήταν πνιγηρός. Δίπλα, στο σπουδαστήριο, κάποιος ροχάλιζε, ίσως ο κολοσσιαίος υπηρέτης. Κάπου τσίριζαν ένα δυο παιδιά της οικογένειας Μιχαέλις. Από τότε που είχαν μπει οι Γάλλοι στην πόλη, ο Μιχαέλις παρέδιδε μαθήματα ή αργά τη νύ­χτα ή πολύ νωρίς το πρωί, διότι αλλιώς ένιωθε ότι βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Επανέλαβε τις λέξεις «facta, facta», αναστέναξε, ήπιε μια γουλιά και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο ακροατήριό του.

«Να το!» φώναξε. «Το τηλεσκόπιό μας! Εκεί πίσω! Δεν το είχα δει! Ελάτε εδώ μπροστά, κύριε Νίμπουρ! Τι πήγατε και στριμωχτήκατε στη γωνία;»

Όλοι γύρισαν να κοιτάξουν. Πίσω πίσω, κοντά στις σκάλες, στεκόταν ένας φοιτητής με τα μάτια χαμηλωμένα. Ήταν ένα γεροδεμένο παλικάρι με απλή πουκαμίσα και φτηνή περούκα από λινάρι, που δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να πάει μπροστά.

«Ο μαθηματικός μας, ο κύριος Νίμπουρ από τα πέριξ της Βρέμης», γουργούρισε ο Μιχαέλις. «Μας προέκυψε λίγο ντροπαλός. Τι χρειαζόμαστε τα μαθηματικά όταν μελετάμε τη Βίβλο από φυσική και γλωσσική άποψη; Εσείς;» Έτεινε πάλι το καμτσίκι προς την πρώτη σειρά, μα ούτε αυτή τη φορά περίμενε να πάρει απάντηση.

«Τι θέλετε εδώ, Νίμπουρ;» ρώτησε τον νεαρό. «Γιατί παρακολουθείτε διάλεξη θεολογίας; Θέλετε να γίνετε ιερέας; Δεν έχετε τίποτα σημαντικότερο να κάνετε; Γιατί δεν βρίσκεστε στο αστρονομικό παρατηρητήριο, μαζί με τον Μάιερ, να εξασκείστε στη χρήση του οκτάντα του Χάντλεϊ;»

Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Όλα αυτά είχαν ξανασυμβεί. Οι παρευρισκόμενοι αναρωτιούνταν γιατί ο Κάρστεν Νίμπουρ, που είχε επιλεγεί να συμμετάσχει στην αποστολή στις αραβικές χώρες, επέμενε να έρχεται στη διάλεξη του Μιχαέλις, εφόσον γνώριζε ότι το μόνο που έκανε ο καθηγητής ήταν να τον προσβάλλει.

Ο Νίμπουρ υποκλίθηκε αμίλητος και προχώρησε προς την πίσω έξοδο.

«Μείνετε εδώ!» του φώναξε ο Μιχαέλις. Ο Νίμπουρ κοντοστάθηκε. Κοίταζε πεισμωμένος ευθεία μπροστά του, με την άκαμπτη παγωμάρα που χαρακτήριζε τους κατοίκους του Βορρά — και συνήθως έκανε τη ζωή τους πιο εύκολη. Την προηγούμενη χρονιά, όταν ο καθηγητής Μιχαέλις τον είχε ρωτήσει εάν ήθελε να πάει στην Αραβία, ο Νίμπουρ είχε αποκριθεί «Μάλιστα. Ποιος πληρώνει;» — και τίποτε άλλο, έτσι έλεγαν. Αυτό άρεσε στους φοιτητές. Πολλοί θα ήθελαν να γίνουν φίλοι με τον Νίμπουρ. Μα δεν τον έπιανες εύκολα φίλο.

«Κοιτάξτε τον καλά τον περιπετειώδη ταξιδιώτη μας», είπε ο Μιχαέλις. «Τι άλλο χρειάζεται κανείς για να πάει στην Ανατολή, εκτός από τα μαθηματικά, τον οκτάντα και τη χαρτογραφία;»

«Τη γλώσσα;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο φοιτητής Ιατρικής.

«Ακριβώς. Όμως εν προκειμένω είναι μάταιος κόπος. Έχω αναλάβει προσωπικά να του διδάξω αραβικά. Αδυνατεί να τα μάθει. Δεν χωρούν στο βρεμικό κεφάλι του. Ούτε εβραϊκά ξέρει. Κάλλιο να εκπαιδεύεις άλογο να παριστάνει το κουτάβι παρά να διδάσκεις μια περίπλοκη γλώσσα στον κύριο Νίμπουρ. Τι άλλο χρειαζόμαστε, λοιπόν;»

Ο Μιχαέλις κοίταξε το ακροατήριο κι έπειτα τον Νίμπουρ, που είχε απομείνει να στέκεται σαν ριζωμένος κοντά στην πίσω πόρτα.

«Δύναμη! Ζωώδη δύναμη! Η Αραβία είναι καυτή και επικίνδυνη! Εκεί πέρα δεν στέλνεις παραχαϊδεμένα αγοράκια! Εκεί πέρα στέλνεις τον Νίμπουρ! Στην υγειά του Νίμπουρ μας!» Ο Μιχαέλις άδειασε το ποτήρι του. «Κατά ευτυχή συγκυρία, έπεσε στα χέρια μας ένα χωριατόπαιδο, που έχει φάει τις στερήσεις με το κουτάλι στην καλύβα του πατέρα του σ’ έναν ανήλιαγο βαλτότοπο. Δεν υπολογίζει μόνο ρίζες, εν ανάγκη τις τρώει κιόλας ο μαθηματικός κύριος Νίμπουρ από το Λίντινγκβορτ-Βεστερέντε. Ιώβ, 30! Τσιμπολογούν την έρμη γη, αγρούς ρημαγμένους και ξαναρημαγμένους. Κι αν κάπου βρουν θάμνους που μοιάζουν γευστικοί, τους κόβουν λαίμαργα, οι ρίζες της αφάνας είναι η τροφή τους. Αυτά είναι αραβικά-εβραϊκά facta, τα οποία ο κύριος Νίμπουρ μας γνωρίζει από το σπίτι του!»

Ένα σούσουρο ακούστηκε από την πλευρά των εδράνων όπου καθόταν το θεολογικό ακροατήριο. Ο καθηγητής Μιχαέλις χαμογέλασε.

«Ο Λούθηρος ήταν γενναίος άνθρωπος», είπε συγκαταβατικά, «μα έχει περάσει πολύς καιρός από τότε. Να θεωρείτε εαυτούς τυχερούς που σας παραθέτω τη δική μου μετάφραση της Αγίας Γραφής. Δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη. Αλλά ας επιστρέψουμε στους θάμνους και στις ρίζες. Τι ακριβώς περιγράφει ο Ιώβ; Ποιο είναι το φυτό που ονομάζει rethem; Είναι ο αντρούκλιαστος, το γαϊδουράγκαθο των Τατάρων, που το τρώνε λαίμαργα οι φτωχοί; Αυτό το αγκάθι φύεται παντού στην Παλαιστίνη. Φυ­τρώνει και στην Αραβία; Στην Ευδαίμονα Αραβία; Στην Πετραία Αραβία; Σε όλες τις Αραβίες της πλάσης; Σύντομα θα μπορούμε να ρωτήσουμε τον Νίμπουρ αν ήταν εύπεπτη η ρίζα του. Αλλά τι ακριβώς είναι το rethem, που να πάρει ο διάβολος; Στη σκιά του κοιμάται ο προφήτης Ηλίας όταν τον αγγίζει ο άγγελος και η οικογένεια του Ιώβ το τρώει από τη γη. Ποιο είναι το εβραϊκό rethem, το αραβικό ratam; Αυτή είναι η λέξη! Κι αν εγώ το μεταφράζω “αφάνα”, δεν είναι παρά ένα αναγκαίο υποκατάστατο. Πώς είναι στην όψη, πώς μυρίζει, τι γεύση έχει το φυτό rethem ή ratam; Σίγουρα αλλιώτικη από την άρκευθο, όπως το μετέφρασε ο Λούθηρος. Αυτό το βοτά­νι, το αναθεματισμένο rethem, δεν ευδοκιμεί στο παγωμένο Βάρτμπουργκ! Βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει, κύριοι! Μη θεωρείτε τίποτα δεδομένο, μόνο και μόνο επειδή το έγραψε ο δόκτωρ Λούθηρος! Πόσο έχουν σπαζοκεφαλιαστεί οι άμοιροι ερμηνευτές της Βίβλου. Προσπάθησαν να το απαλύνουν κάπως, να γλιτώσουν τους ανθρώπους του Ιώβ από τη ριζοφαγία — κι έτσι, ενάντια σε κάθε λογική, τους έβαλαν να καίνε απλώς τον θάμνο, όχι να τον τρώνε. Όμως σ’ εκείνα τα μέρη, εκεί όπου διαδραματίζεται αυτή η ιστορία, δεν καίνε θάμνους. Εκεί καίνε κόπρανα! Ξερές κουράδες! Σκατά καμήλας! Αυτό είναι γνωστό τοις πάσι! Δεν χρειαζόμαστε τον Νίμπουρ να το εξακριβώσει!»