Ερωτικές ιστορίες από χήρες Punjabi

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γιατί να θέλει η Μίντι έναν γάμο από συνοικέσιο;
Η Νίκι χάζευε το προφίλ που είχε επισυνάψει η αδερφή της στο μέιλ. Υπήρχε μια λίστα με σχετικές βιογραφικές λεπτομέρειες: όνομα, ηλικία, ύψος, θρησκεία, διατροφή (χορτοφάγος, με την περιστασιακή εξαίρεση των fish and chips). Γενικές προτιμήσεις για τον σύζυγο: έξυπνος, συμπονετικός και ευγενικός, με ηθικές αρχές και όμορφο χαμόγελο. Αποδεκτοί τόσο οι ξυρισμένοι όσο και οι τουρμπανοφόροι, με την προϋπόθεση ότι τα γένια και το μουστάκι είναι καλοδιατηρημένα. Ο ιδανικός σύζυγος θα πρέπει να έχει σταθερή δουλειά και μέχρι τρία χόμπι που θα τον προάγουν πνευματικά και σωματικά. Κατά κάποιον τρόπο, είχε γράψει, θα πρέπει να είναι σαν εμένα: χαμηλών τόνων (σεμνότυφος, κατά την άποψη της Νίκι), πρακτικός με τα οικονομικά (εντελώς σπαγγοραμμένος) και προσανατολισμένος προς την οικογένεια (να θέλει αμέσως παιδιά). Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι ο τίτλος της αγγελίας της την έκανε να θυμίζει μπαχαρικό του σουπερμάρκετ: Μίντι Γκρεβάλ, Μείγμα Ανατολής-Δύσης.
Ο στενός διάδρομος που συνέδεε το υπνοδωμάτιο της Νίκι με την κουζινούλα δεν ήταν κατάλληλος για περπάτημα πέρα δώθε, μ’ αυτά τα ανώμαλα σανίδια που έτριζαν σε διάφορα σημεία κάτω από την παραμικρή επαφή. Παρ’ όλ’ αυτά, εκείνη τον περπατούσε πάνω κάτω με μικρά βήματα, συγκεντρώνοντας τις σκέψεις της. Μα τι στο καλό σκεφτόταν η αδερφή της; Εντάξει, η Μίντι ήταν πάντοτε πιο παραδοσιακή –κάποτε η Νίκι την είχε πιάσει να παρακολουθεί ένα βίντεο στο ίντερνετ σχετικά με το πώς να φτιάχνεις ολοστρόγγυλα ρότι– αλλά αγγελία για γαμπρό; Παραήταν ακραίο. Η Νίκι τηλεφώνησε επανειλημμένως στη Μίντι και, κάθε φορά, συνδεόταν με τον τηλεφωνητή. Μέχρι να καταφέρει να μιλήσει μαζί της, το φως του ήλιου είχε γλιστρήσει χαμηλά μέσα στην πυκνή απογευματινή ομίχλη και είχε φτάσει σχεδόν η ώρα να φύγει για τη βάρδια της στου Ο’Ρέιλι.
«Ξέρω τι θα πεις», είπε η Μίντι.
«Μπορείς να το δεις, Μίντι;» ρώτησε η Νίκι. «Μπορείς πραγματικά να το φανταστείς να συμβαίνει;»
«Ναι».
«Τότε είσαι τρελή».
«Πήρα μόνη μου την απόφαση. Θέλω να βρω σύζυγο με τον παραδοσιακό τρόπο».
«Γιατί;»
«Γιατί αυτό θέλω».
«Γιατί;»
«Γιατί έτσι».
«Πρέπει να βρεις έναν καλύτερο λόγο απ’ αυτόν, αν θέλεις να επεξεργαστώ το προφίλ σου».
«Είναι άδικο. Εγώ σε υποστήριξα όταν έφυγες από το σπίτι».
«Με είπες εγωιστικό γουρούνι».
«Όμως μετά που έφυγες και η μαμά ήθελε να έρθει σπίτι σου για ν’ απαιτήσει να γυρίσεις πίσω, ποιος την έπεισε να μην το κάνει; Αν δεν ήμουν εγώ, δεν θα είχε αποδεχτεί ποτέ την απόφασή σου. Τώρα πια το ξεπέρασε».
«Σχεδόν το ξεπέρασε», της θύμισε η Νίκι. Με τον καιρό, η αρχική αίσθηση οργής της μαμάς είχε ξεθυμάνει και είχε εξασθενίσει. Τώρα εξακολουθούσε να είναι βαθιά δυσαρεστημένη με τον τρόπο ζωής της Νίκι, αλλά είχε σταματήσει το κήρυγμα για τους κινδύνους που διέτρεχε ζώντας μόνη. «Η δική μου μητέρα ούτε κατά διάνοια δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο», έλεγε πάντοτε η μαμά για να αποδείξει την προοδευτικότητά της, με τον τόνο της φωνής της να ισορροπεί μεταξύ κομπασμού και θρήνου. Μείγμα Ανατολής-Δύσης.
«Ασπάζομαι την κουλτούρα μας», είπε η Μίντι. «Βλέπω τις Αγγλίδες φιλενάδες μου να γνωρίζουν άντρες στο ίντερνετ και σε νυχτερινά κέντρα, και δεν μου φαίνεται ότι βρίσκουν τον κατάλληλο. Γιατί να μη δοκιμάσω έναν γάμο από συνοικέσιο; Πέτυχε με τους γονείς μας».
«Άλλες εποχές εκείνες», αντέτεινε η Νίκι. «Εσύ έχεις περισσότερες ευκαιρίες απ’ όσες είχε η μαμά στην ίδια ηλικία».
«Είμαι μορφωμένη, έχω πάρει το πτυχίο μου στη νοσηλευτική, έχω δουλειά… Αυτό είναι το επόμενο βήμα».
«Δεν θα ’πρεπε να είναι βήμα. Εσύ φορτώνεσαι έναν σύζυγο, αυτό κάνεις».
«Δεν πρόκειται να είναι έτσι. Θέλω απλώς λίγη βοήθεια για να τον βρω, αλλά δεν θα συναντηθούμε δα για πρώτη φορά τη μέρα του γάμου μας. Σήμερα επιτρέπεται στα ζευγάρια να περάσουν περισσότερο χρόνο μαζί για να γνωριστούν».
Η Νίκι κόλλησε στη λέξη «επιτρέπεται». Γιατί να χρειάζεται την άδεια οποιουδήποτε η Μίντι για να τα φτιάξει με κάποιον; «Μη συμβιβάζεσαι. Κάνε μερικά ταξίδια. Δες τον κόσμο».
«Έχω δει αρκετά», απάντησε ρουθουνίζοντας η Μίντι, καθώς θυμήθηκε ένα ταξίδι με γυναικοπαρέα το περασμένο καλοκαίρι στην Τενερίφη, στη διάρκεια του οποίου ανακάλυψε και την αλλεργία της στα θαλασσινά. «Άλλωστε και η Κίρτι ψάχνει για το κατάλληλο αγόρι. Είναι καιρός να τακτοποιηθούμε και οι δυο μας».
«Η Κίρτι δεν θα μπορούσε να εντοπίσει το κατάλληλο αγόρι ακόμη κι αν αυτό έμπαινε πετώντας από το παράθυρό της», είπε η Νίκι. «Δεν θα τη θεωρούσα και τόσο σοβαρή ανταγωνίστρια». Δεν υπήρχε μεγάλη αγάπη ανάμεσα στη Νίκι και στην καλύτερη φίλη της αδερφής της, μια μακιγιέζ, ή Αισθητικό Βελτίωσης Προσώπου, σύμφωνα με την επαγγελματική κάρτα της. Στο πάρτι για τα εικοστά πέμπτα γενέθλια της Μίντι, πέρσι, η Κίρτι είχε ελέγξει εξονυχιστικά την εμφάνιση της Νίκι καταλήγοντας, «Με λίγη προσπάθεια μπορεί μια κοπέλα να γίνει νοστιμούλα, έτσι;»
«Μίντι, ίσως απλώς να βαριέσαι».
«Δεν είναι η ανία αρκετός λόγος για να προσπαθήσω να βρω ένα ταίρι; Εσύ έφυγες από το σπίτι επειδή ήθελες ανεξαρτησία. Εγώ ψάχνω κάποιον να παντρευτώ επειδή θέλω να ανήκω κάπου. Θέλω οικογένεια. Δεν το καταλαβαίνεις τώρα, γιατί είσαι ακόμα μικρή. Γυρίζω σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά και είμαστε μόνο η μαμά κι εγώ. Θέλω να γυρίζω σπίτι σε κάποιον. Θέλω να συζητάω για το πώς ήταν η μέρα μου, να τρώμε βραδινό και να σχεδιάζουμε μια κοινή ζωή».
Η Νίκι κλίκαρε ν’ ανοίξει τα συνημμένα τού μέιλ. Υπήρχαν δύο κοντινές φωτογραφίες της Μίντι, το χαμόγελό της έμοιαζε με καλωσόρισμα, τα πυκνά ίσια μαλλιά της ξεχύνονταν κάτω από τους ώμους της. Μια άλλη φωτογραφία παρουσίαζε ολόκληρη την οικογένεια: μαμά, μπαμπάς, Μίντι και Νίκι στις τελευταίες κοινές διακοπές τους. Δεν ήταν το καλύτερο ενσταντανέ τους∙ όλοι τους ήταν με μισόκλειστα μάτια κι έδειχναν μικροσκοπικοί κόντρα στο αχανές τοπίο. Ο μπαμπάς είχε πεθάνει λίγο αργότερα εκείνη τη χρονιά, ένα έμφραγμα άρπαξε την ανάσα του τη νύχτα, σαν κλέφτης. Μια σουβλιά τύψεων διαπέρασε το στομάχι της Νίκι. Έκλεισε το «παράθυρο».
«Μη χρησιμοποιήσεις οικογενειακές φωτογραφίες», είπε η Νίκι. «Δεν θέλω την εικόνα μου σε αρχεία συνοικεσίων».
«Θα με βοηθήσεις, λοιπόν;»
«Είναι ενάντια στις αρχές μου». Η Νίκι πληκτρολόγησε «επιχειρήματα εναντίον του γάμου από συνοικέσιο» σε μια μηχανή αναζήτησης και έκανε κλικ στο πρώτο αποτέλεσμα.
«Αλλά θα με βοηθήσεις;»
«Ο γάμος από συνοικέσιο είναι μια προβληματική μέθοδος, που υποσκάπτει το δικαίωμα της γυναίκας να επιλέξει το πεπρωμένο της», διάβασε δυνατά η Νίκι.
«Απλώς σουλούπωσε το προφίλ. Εγώ δεν είμαι καλή σ’ αυτά», είπε η Μίντι.
«Άκουσες τι είπα;»
«Κάτι προοδευτικές μπούρδες. Σταμάτησα ν’ ακούω μετά το “υποσκάπτει”».
Η Νίκι επέστρεψε στο προφίλ και εντόπισε ένα ορθογραφικό λάθος: Αναζητώ την αδελφή ψυχή. Ποιος θα είνε άραγε; Αναστέναξε. Ήταν ξεκάθαρο πως η Μίντι είχε πάρει την απόφασή της – το θέμα ήταν αν η Νίκι ήθελε να ανακατευτεί ή όχι.
«Καλώς», είπε. «Αλλά μόνο επειδή κινδυνεύεις να προσελκύσεις ηλίθιους με αυτό το προφίλ. Γιατί λες για τον εαυτό σου “μου αρέσει να περνάω καλά”; Σε ποιον δεν αρέσει;»
«Και μετά μπορείς να βάλεις την αγγελία στον πίνακα γάμων εκ μέρους μου;»
«Ποιον πίνακα γάμων;»
«Στον μεγάλο ναό, στο Σάουθχολ. Θα σου στείλω με μήνυμα τις λεπτομέρειες».
«Στο Σάουθχολ; Πλάκα μου κάνεις».
«Είναι πολύ πιο κοντά στο σπίτι σου. Εγώ έχω διπλοβάρδια στο νοσοκομείο όλη την εβδομάδα».
«Νόμιζα ότι υπάρχουν γαμήλιες ιστοσελίδες για τέτοια πράγματα», είπε η Νίκι.
«Σκέφτηκα το SikhMate.com και το PunjabPyaar.com. Υπάρχουν πάρα πολλοί άντρες από την Ινδία που ψάχνουν για μια εύκολη βίζα. Αν κάποιος δει το προφίλ μου στον πίνακα του ναού, θα ξέρω τουλάχιστον ότι βρίσκεται στο Λονδίνο. Το Σάουθχολ έχει τη μεγαλύτερη Γκουρντβάρα στην Ευρώπη. Έχω περισσότερες πιθανότητες απ’ το να τη βάλω στον πίνακα ανακοινώσεων του Ένφιλντ», εξήγησε η Μίντι. «Είμαι πολύ απασχολημένη, ξέρεις».
«Αχ, σε παρακαλώ, Νίκι. Έχεις πολύ περισσότερο χρόνο από μας τις υπόλοιπες».
Η Νίκι αγνόησε το επικριτικό υπονοούμενο. Η μαμά και η Μίντι δεν θεωρούσαν τη δουλειά τής μπαργούμαν στου Ο’Ρέιλι ως εργασία πλήρους απασχόλησης. Δεν άξιζε τον κόπο να τους εξηγήσει ότι εξακολουθούσε να ψάχνει την κλίση της – μια δουλειά όπου θα μπορούσε να ξεχωρίσει, μια δουλειά που θα ερέθιζε το μυαλό της, που μ’ αυτή θα γνώριζε την πρόκληση, την εκτίμηση και την ανταμοιβή. Τέτοιες θέσεις ήταν απογοητευτικά σπάνιες και η ύφεση είχε χειροτερέψει τα πράγματα. Την είχαν απορρίψει ακόμα και από εθελοντικές θέσεις σε τρεις διαφορετικές μη κερδοσκοπικές γυναικείες οργανώσεις, αφού της εξήγησαν απολογητικά ότι κατακλύζονταν από έναν πρωτοφανή αριθμό αιτήσεων. Τι άλλο υπήρχε εκεί έξω για μια εικοσιδυάχρονη στη μέση του πτυχίου Νομικής; Στο τρέχον οικονομικό κλίμα (και κατά πάσα πιθανότητα σε όλα τα άλλα οικονομικά κλίματα): τίποτα.
«Θα σε πληρώσω για τον χρόνο σου», είπε η Μίντι.
«Δεν παίρνω λεφτά από σένα», είπε η Νίκι ανακλαστικά.
«Μην κλείσεις. Η μαμά θέλει να σου πει κάτι». Ακούστηκαν κάτι πνιγμένες οδηγίες στο βάθος. «Λέει “να θυμηθείς ν’ ασφαλίσεις τα παράθυρά σου”. Κάτι είπαν στις ειδήσεις χτες το βράδυ για διαρρήξεις».
«Πες στη μαμά ότι δεν έχω τίποτε πολύτιμο να μου κλέψουν», είπε η Νίκι.
«Θα πει ότι έχεις να διαφυλάξεις την τιμή σου».
«Πολύ αργά. Την έχω χάσει ήδη. Στο πάρτι του Άντριου Φόρεστ, μετά τον χορό της δευτέρας λυκείου». Η Μίντι δεν απάντησε, αλλά η αποδοκιμασία της έτριξε σαν στατικός ηλεκτρισμός πάνω στη γραμμή.
Αργότερα, καθώς ετοιμαζόταν να πάει στη δουλειά, η Νίκι ξανασκέφτηκε την προσφορά της Μίντι να την πληρώσει. Ήταν μια φιλανθρωπική κίνηση, αλλά τα βάρη της Νίκι δεν ήταν οικονομικά. Το διαμέρισμά της ήταν πάνω από την παμπ και το ενοίκιό της πληρωνόταν από τη διαθεσιμότητά της να δουλεύει επιπλέον βάρδιες την τελευταία στιγμή. Η δουλειά της μπαργούμαν, ωστόσο, έπρεπε να είναι προσωρινή – υποτίθεται ότι μέχρι τώρα θα έκανε κάτι με τη ζωή της. Κάθε μέρα έφερνε και μια νέα υπενθύμιση ότι αυτή έμενε στάσιμη ενώ οι συνομήλικοί της προχωρούσαν. Στην αποβάθρα του τρένου την προηγούμενη εβδομάδα είχε εντοπίσει μια πρώην συμμαθήτριά της. Πόσο πολυάσχολη και δυναμική φαινόταν, καθώς βάδιζε προς την έξοδο του σταθμού, με τον χαρτοφύλακα στο ένα χέρι και το κύπελλο του καφέ στο άλλο. Η Νίκι είχε αρχίσει να τρέμει τις ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν μπορούσε να δει πώς ήταν το Λονδίνο έξω – όλοι δούλευαν σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια.

Τη χρονιά πριν πάρει το απολυτήριο του λυκείου, η Νίκι είχε συνοδεύσει τους γονείς της σε ένα ταξίδι στην Ινδία, όπου εκείνοι επέμεναν να επισκεφθούν ναούς και να συμβουλευτούν τους δασκάλους που θα της πρόσφεραν την απαιτούμενη καθοδήγηση προκειμένου να αριστεύσει. Ένας γκουρού τής είχε ζητήσει να οραματιστεί τον εαυτό της στην καριέρα που ήθελε ενώ ο ίδιος έψελνε προσευχές για να κάνει το όραμά της πραγματικότητα. Το μυαλό της άδειασε, και αυτός ο καμβάς του τίποτα ήταν η εικόνα που στάλθηκε ψηλά στους θεούς. Όπως σε όλα τα ταξίδια στην πατρίδα, είχε λάβει αυστηρές οδηγίες σχετικά με το τι δεν έπρεπε να πει μπροστά στον μεγαλύτερο αδερφό του μπαμπά που τους φιλοξενούσε: όχι βρισιές, καμιά αναφορά σε γκόμενους, δεν αντιμιλάμε, μιλάμε παντζάμπι για να δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας για όλα αυτά τα καλοκαιρινά μαθήματα εδώ, που ελπίζαμε ότι θα καλλιεργούσαν τις πολιτισμικές ρίζες σου. Στο δείπνο, όταν ο θείος της ρώτησε για τις επισκέψεις στους γκουρού, η Νίκι δάγκωσε τη γλώσσα της για να μην απαντήσει, «Μπάσταρδοι απατεώνες. Καλύτερα να ζητούσα από τους φίλους μου, τον Μιτς και τον Μπάζα, να διαβάσουν την παλάμη μου». Ο μπαμπάς μίλησε για λογαριασμό της. «Η Νίκι πιθανότατα θα μπει στη Νομική».
Τότε ήταν που σφραγίστηκε το μέλλον της. Ο μπαμπάς αντέκρουσε τους δισταγμούς της θυμίζοντάς της ότι θα ακολουθούσε ένα ασφαλές και αξιοσέβαστο επάγγελμα. Αυτές οι διαβεβαιώσεις ήταν μόνο προσωρινές. Το φτερούγισμα του άγχους ότι κάθισε στο λάθος μάθημα την πρώτη της μέρα στο πανεπιστήμιο απλώς πολλαπλασιάστηκε μέσα στη χρονιά. Όταν λίγο έλειψε να κοπεί σ’ ένα μάθημα στο δεύτερο έτος, ένας καθηγητής κάλεσε τη Νίκι και σχολίασε: «Ίσως να μην είναι για σένα αυτό». Αναφερόταν στο δικό του αντικείμενο, αλλά εκείνη κατάλαβε ότι το σχόλιο ίσχυε για τα πάντα: τις πληκτικές διαλέξεις και τα μαθήματα, τις εξετάσεις και τις ομαδικές εργασίες και τις προθεσμίες. Δεν ήταν γι’ αυτήν, τελεία και παύλα. Παράτησε το πανεπιστήμιο το ίδιο απόγευμα.
Μη μπορώντας να πει στους γονείς της ότι είχε παρατήσει τη σχολή, η Νίκι εξακολουθούσε να φεύγει από το σπίτι κάθε πρωί με τη δερμάτινη τσάντα ταχυδρόμου που είχε αγοράσει στο παζάρι του Κάμπτεν. Διέσχιζε με τα πόδια το Λονδίνο, το οποίο αποτελούσε το τέλειο σκηνικό για τη δυστυχία της, με τον γεμάτο αιθάλη ουρανό του και τους παλαιούς πύργους. Το ότι παράτησε το πανεπιστήμιο τής έδωσε κάποια ανακούφιση, αλλά βασανιζόταν από το άγχος του τι έπρεπε να κάνει. Ύστερα από μια εβδομάδα άσκοπης περιπλάνησης, η Νίκι άρχισε να γεμίζει τα απογεύματά της συμμετέχοντας σε πορείες διαμαρτυρίας με την καλύτερη φίλη της, την Όλιβ, η οποία ήταν εθελόντρια σε μια οργάνωση ονόματι Αγωνίστριες Φεμινίστριες Ηνωμένου Βασιλείου. Υπήρχαν πολλά για να αγανακτήσει κανείς. Γυμνόστηθα μοντέλα εμφανίζονταν ακόμα στην τρίτη σελίδα της Sun. Η κυβερνητική χρηματοδότηση προς τα κέντρα κακοποίησης γυναικών είχε μειωθεί κατά το ήμισυ, στο πλαίσιο των νέων μέτρων λιτότητας. Οι γυναίκες ρεπόρτερ κινδύνευαν να πέσουν θύματα παρενοχλήσεων και επιθέσεων όσο δούλευαν σε εμπόλεμες ζώνες στο εξωτερικό. Οι φάλαινες σφαγιάζονταν άσκοπα στην Ιαπωνία (αυτό δεν ήταν γυναικείο ζήτημα, αλλά η Νίκι, παρ’ όλ’ αυτά, λυπόταν τις φάλαινες και πλεύριζε αγνώστους για να υπογράψουν το υπόμνημα της Greenpeace). Μόνο όταν ένας φίλος του μπαμπά της προσφέρθηκε να δώσει στη Νίκι μια θέση ασκούμενης αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι είχε παρατήσει το πανεπιστήμιο. Οι φωνές δεν ήταν ποτέ το στιλ του μπαμπά. Η μέθοδός του για να εκφράζει την απογοήτευσή του ήταν η απόσταση. Στην ατέλειωτη λογομαχία που ακολούθησε την ομολογία της, αυτός και η Νίκι ρίζωσαν σε ξεχωριστά δωμάτια, επικράτειες που είχαν διεκδικήσει ασυνείδητα, ενώ η μαμά και η Μίντι περιφέρονταν ενδιάμεσα. Το πλησιέστερο που έφτασαν σε καβγά ήταν όταν ο μπαμπάς έφτιαξε μια λίστα με τα προσόντα της Νίκι, που την έκαναν κατάλληλη για μια καριέρα στα νομικά. «Τόσες δυνατότητες, τόσες ευκαιρίες, και τις πετάς στα σκουπίδια, για ποιο πράγμα; Ήσουν σχεδόν στα μισά. Ποια είναι τα σχέδιά σου τώρα;»
«Δεν ξέρω».
«Δεν ξέρεις;»
«Απλώς δεν είμαι και τόσο πωρωμένη με τον νόμο».
«Όχι και τόσο πωρωμένη;»
«Δεν προσπαθείς καν να καταλάβεις. Απλώς επαναλαμβάνεις ό,τι λέω».
«ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ Ο,ΤΙ ΛΕΣ;»
«Μπαμπά», είπε η Μίντι. «Ηρέμησε. Σε παρακαλώ».
«Δε θα…»
«Μοχάν, η καρδιά σου», προειδοποίησε η μαμά.
«Τι έχει η καρδιά του;» ρώτησε η Νίκι. Κοίταξε ανήσυχα τον μπαμπά, αλλά εκείνος απέφυγε το βλέμμα της.
«Ο μπαμπάς τελευταία έχει κάποιες ανωμαλίες. Τίποτα σοβαρό, τα ηλεκτροκαρδιογραφήματά του είναι καλά, η πίεση όμως ήταν 14 με 9, πράγμα κάπως ανησυχητικό. Από την άλλη, υπάρχει οικογενειακό ιστορικό φλεβικής θρόμβωσης, οπότε ανησυχούμε λιγάκι…» συνέχισε να φλυαρεί η Μίντι. Είχε ήδη ξεκινήσει την καριέρα της ως νοσηλεύτρια εδώ κι έναν χρόνο και το… καινούριο κοσκινάκι της να χρησιμοποιεί ιατρική ορολογία στο σπίτι δεν είχε ακόμα φθαρεί.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε ανυπόμονα η Νίκι.
«Τίποτα οριστικό. Πρέπει να κάνει κι άλλες εξετάσεις την επόμενη εβδομάδα», είπε η Μίντι.
«Μπαμπά!» η Νίκι έτρεξε προς το μέρος του, αλλά εκείνος σήκωσε αποτρεπτικά το χέρι του και τη σταμάτησε.
«Καταστρέφεις τα πάντα», είπε. Ήταν τα τελευταία λόγια που της απηύθυνε ο μπαμπάς. Λίγες μέρες αργότερα, εκείνος και η μαμά είχαν κλείσει εισιτήρια για ένα ταξίδι στην Ινδία, παρότι είχαν πάει μόλις πριν από λίγους μήνες. Ο μπαμπάς ήθελε να είναι με την οικογένειά του, εξήγησε η μαμά.
Πέρασαν οι εποχές που οι γονείς της Νίκι απειλούσαν ότι θα τη στείλουν πίσω στην Ινδία όταν παρεκτρεπόταν∙ τώρα αυτοεξορίζονταν οι ίδιοι. «Μέχρι να γυρίσουμε, ίσως να ’χεις έρθει στα συγκαλά σου», είπε η μαμά. Η παρατήρηση την πόνεσε, αλλά η Νίκι ήταν αποφασισμένη να μην ξεκινήσει άλλον καβγά. Είχε διακριτικά πακετάρει τα πράγματά της. Μια παμπ κοντά στο διαμέρισμα της Όλιβ, στο Σέφερντς Μπους, έψαχνε άνθρωπο για το μπαρ. Μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς της, η Νίκι θα ’χε φύγει.
Μετά, ο μπαμπάς πέθανε στην Ινδία. Η κατάσταση της καρδιάς του ήταν χειρότερη απ’ ό,τι είχαν διαγνώσει οι γιατροί. Στις παραδοσιακές διδακτικές ιστορίες της Ινδίας, τα ξεροκέφαλα παιδιά ήταν η κύρια αιτία των καρδιακών παθήσεων, των καρκινικών όγκων, της τριχόπτωσης και άλλων νόσων των θλιμμένων γονιών. Αν και η Νίκι δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να πιστέψει ότι είχε προκαλέσει το έμφραγμα του μπαμπά, πίστευε ότι ίσως και να είχε σωθεί από τη δεύτερη ιατρική εξέταση στο Λονδίνο, που είχε αναβάλει γι’ αυτό το εσπευσμένο ταξίδι στην Ινδία. Η ενοχή ροκάνιζε τα σωθικά της και δεν την άφηνε να θρηνήσει. Στην κηδεία, ήθελε να ’ρθουν τα δάκρυα που θα της πρόσφεραν ένα ξέσπασμα, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ.
Δύο χρόνια είχαν περάσει και η Νίκι αναρωτιόταν ακόμα αν είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Μερικές φορές σκεφτόταν κρυφά να επιστρέψει στις σπουδές της, αν και δεν μπορούσε ν’ αντέξει τη σκέψη να βυθιστεί ξανά σε περιπτωσιολογικές μελέτες ή να υπομείνει μια ακόμα σειρά πληκτικών διαλέξεων. Ίσως το πάθος και ο ενθουσιασμός να θεωρούνταν δευτερεύοντα στη σταθερή ζωή των ενηλίκων. Σε τελική ανάλυση, αν οι γάμοι από συνοικέσιο μπορούσαν να πετύχουν, ίσως κι εκείνη να μπορούσε να επιστρατεύσει τον ενθουσιασμό της για κάτι που δεν αγαπούσε τώρα, και ύστερα να περιμένει αυτή την αγάπη να έρθει.

Το πρωί, η Νίκι βγήκε από το κτίριο όπου έμενε και δέχτηκε μια καταιγιστική ριπή βροχής στο πρόσωπό της. Τράβηξε την κουκούλα με την ψεύτικη γούνα του μπουφάν της πάνω από το κεφάλι της και ξεκίνησε τη δεκαπεντάλεπτη καταθλιπτική διαδρομή μέχρι τον σταθμό του τρένου. Η αγαπημένη της τσάντα χτυπούσε στον γοφό της. Ενώ αγόραζε ένα πακέτο τσιγάρα απ’ το πρακτορείο εφημερίδων, το τηλέφωνό της δονήθηκε στην τσέπη της∙ μήνυμα από την Όλιβ:
Δουλειά σε παιδικό βιβλιοπωλείο.
Ό,τι πρέπει για σένα!
Το είδα στη χτεσινή εφημερίδα.

Η Νίκι συγκινήθηκε. Η Όλιβ έψαχνε τις αγγελίες εργασίας από τότε που η Νίκι της εμπιστεύτηκε πως δεν ήταν σίγουρη αν του Ο’Ρέιλι θα έμενε ανοιχτό για πολύ ακόμα. Η παμπ έμοιαζε ήδη να βρίσκεται στα τελευταία της∙ το παλιό ντεκόρ ήταν πολύ μουντό για να θεωρηθεί χιπ και το μενού δεν μπορούσε ν’ ανταγωνιστεί το τρέντι καφέ που είχε ανοίξει ακριβώς δίπλα. Ο Σαμ Ο’Ρέιλι περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο μικρό γραφείο του, περικυκλωμένος από ένα χαρτοβασίλειο αποδείξεων και τιμολογίων.
Η Νίκι απάντησε:

Το είδα κι εγώ. Θέλουν τουλάχιστον 5 χρόνια εμπειρία στις πωλήσεις.
Χρειάζομαι δουλειά για να αποκτήσω εμπειρία,
χρειάζομαι εμπειρία για να αποκτήσω δουλειά.
Παράνοια!

Η Όλιβ δεν απάντησε. Ήταν αναπληρώτρια καθηγήτρια γυμνασίου και η επικοινωνία τους τις καθημερινές ήταν σποραδική. Η Νίκι είχε σκεφτεί να σπουδάσει δασκάλα, αλλά κάθε φορά που άκουγε την Όλιβ να μιλάει για τους ταραξίες μαθητές της, ήταν ευγνώμων που είχε να διαχειριστεί μόνο το περιστασιακό τρίκλισμα των μεθυσμένων στου Ο’Ρέιλι.
Η Νίκι πληκτρολόγησε άλλο ένα μήνυμα:

Θα σε δω στην παμπ απόψε;
Δεν θα πιστέψεις για πού την κάνω.
Για το Σάουθχολ!

Έσβησε το τσιγάρο της και ενώθηκε με το πλήθος της ώρας αιχμής για να επιβιβαστεί στο τρένο.
Στη διάρκεια της διαδρομής, η Νίκι παρακολουθούσε το Λονδίνο να μένει πίσω, ενώ τα τούβλινα κτίρια αντικαταστάθηκαν από εκτάσεις με μάντρες υλικών και βιομηχανικά συγκροτήματα, καθώς το τρένο κατευθυνόταν γρήγορα προς τα δυτικά. Η πινακίδα καλωσορίσματος στο Σάουθχολ, έναν από τους τελευταίους σταθμούς της γραμμής, ήταν γραμμένη τόσο στα αγγλικά όσο και στα παντζάμπι. Το βλέμμα της τράβηξαν πρώτα τα παντζάμπι και ξαφνιάστηκε από το πόσο εξοικειωμένη ήταν με αυτές τις καμπύλες και τα περίτεχνα σχέδια. Εκείνα τα καλοκαιρινά μαθήματα στην Ινδία συμπεριλάμβαναν γραφή και ανάγνωση στα γκουρμούκι, κάτι χρήσιμο στα πάρτι αργότερα στη ζωή της, όταν έγραφε τα ονόματα των Άγγλων φίλων της στα παντζάμπι πάνω σε χαρτοπετσέτες, με αντάλλαγμα δωρεάν ποτά. Μέσα από τα παράθυρα του τοπικού λεωφορείου μέχρι τον ναό, η θέα όλο και περισσότερων δίγλωσσων πινακίδων στα καταστήματα έφερε στη Νίκι έναν ελαφρύ πονοκέφαλο και την αίσθηση ότι είχε χωριστεί στα δύο. Βρετανή – Ινδή. Έκαναν οικογενειακώς ημερήσιες εκδρομές εδώ όταν ήταν πολύ μικρή – για έναν γάμο στον ναό ή μια εκδρομή για ψώνια, αφιερωμένη στην αγορά φρέσκων μπαχαρικών με κάρι. Η Νίκι θυμήθηκε τις μπερδεμένες κουβέντες γι’ αυτές τις εκδρομές, όταν η μαμά και ο μπαμπάς έμοιαζαν απ’ τη μια να αγαπούν κι απ’ την άλλη να απεχθάνονται που βρίσκονταν ανάμεσα σε συμπατριώτες τους: δεν θα ’ταν ωραία να έχουν Παντζάμπι γείτονες; Αλλά τότε τι νόημα είχε η μετεγκατάστασή τους στην Αγγλία; Καθώς το βόρειο Λονδίνο είχε πάρει τη μορφή πατρίδας για τους γονείς της, υπήρχαν όλο και λιγότεροι λόγοι να πηγαίνουν στο Σάουθχολ, το οποίο ξεθώριασε κι έμεινε στο παρελθόν τους μαζί με την ίδια την Ινδία. Τώρα, το μπάσο μπιτ της μουσικής μπάνγκρα σφυροκοπούσε μέσα από το αυτοκίνητο στη διπλανή λωρίδα. Στη βιτρίνα ενός εμπορικού με υφάσματα, μια σειρά από λαμπερές κούκλες ντυμένες με σάρι χαμογελούσαν σεμνά στους περαστικούς. Μανάβικα απλώνονταν στο πεζοδρόμιο και καυτός ατμός αναδυόταν από το καροτσάκι ενός πωλητή σαμόζα στη γωνία του δρόμου. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Σε μια στάση ανέβηκε μια παρέα γυμνασιοκόριτσα. Χαχάνιζαν και μιλούσαν όλες μαζί ταυτόχρονα, κι όταν το λεωφορείο φρενάρισε ξαφνικά, έφυγαν προς τα εμπρός τσιρίζοντας. «Γαμώτο!» στρίγκλισε ένα από τα κορίτσια. Τα άλλα γέλασαν, αλλά η φασαρία τους διακόπηκε όταν παρατήρησαν τα άγρια βλέμματα δύο τουρμπανοφόρων αντρών που κάθονταν απέναντι από τη Νίκι. Τα κορίτσια σκουντήχτηκαν μεταξύ τους για να κάτσουν φρόνιμα.
«Λίγος σεβασμός!» είπε σφυριχτά κάποιος. Η Νίκι γύρισε και είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα που έριχνε ένα επιτιμητικό βλέμμα στα κορίτσια, καθώς περνούσαν από δίπλα της με σκυφτό κεφάλι.
Οι περισσότεροι επιβάτες αποβιβάστηκαν από το λεωφορείο μαζί με τη Νίκι στην Γκουρντβάρα. Ο χρυσός τρούλος της έλαμπε με φόντο τα σκούρα γκρίζα σύννεφα ενώ στραφταλιστά ζαφειρένια και πορτοκαλί ελικοειδή διακοσμητικά σχέδια γέμιζαν τα βιτρό στο δεύτερο πάτωμα. Οι σειρές των βικτοριανών σπιτιών γύρω από τον ναό έμοιαζαν με παιχνίδια σε σύγκριση με αυτό το επιβλητικό λευκό κτίριο. Η Νίκι λαχταρούσε ένα τσιγάρο, αλλά εδώ υπήρχαν πάρα πολλά μάτια. Τα ένιωθε στην πλάτη της, καθώς προσπερνούσε ένα τσούρμο ασπρομάλλες γυναίκες που προχωρούσαν αργά από τη στάση του λεωφορείου προς την αψιδωτή είσοδο του ναού. Τα ταβάνια του θεόρατου κτιρίου έμοιαζαν απέραντα όταν ήταν παιδί, και εξακολουθούσαν να βρίσκονται ιλιγγιωδώς ψηλά. Μια απόμακρη ηχώ από ψαλμωδίες ερχόταν από την αίθουσα προσευχής. Η Νίκι έβγαλε τη μαντίλα από την τσάντα της και την τύλιξε στο κεφάλι της. Η είσοδος του ναού είχε ανακαινιστεί από την τελευταία της επίσκεψη πριν από χρόνια και οι πίνακες ανακοινώσεων δεν φαίνονταν με την πρώτη ματιά. Περιπλανήθηκε για λίγο, αλλά απέφυγε να ζητήσει οδηγίες. Κάποτε είχε μπει σε μια εκκλησία στο Ίσλινγκτον ζητώντας οδηγίες κι έκανε το λάθος να πει στον ιερέα ότι είχε χαθεί. Η συζήτηση που ακολούθησε σχετικά με τον εντοπισμό της εσωτερικής πνευματικότητάς της διήρκεσε σαράντα πέντε λεπτά, χωρίς κανένα στοιχείο που να την οδηγούσε προς τον σταθμό της Βικτόρια.
Τελικά, η Νίκι εντόπισε τους πίνακες κοντά στην είσοδο του Λάνγκαρ. Υπήρχαν δύο μεγάλα ταμπλό, που έπιαναν σχεδόν όλον τον τοίχο:
ΓΑΜΟΙ και ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ. Ενώ ο πίνακας κοινωφελούς εργασίας ήταν θλιβερά γυμνός, ο πίνακας γάμων ξεχείλιζε από αγγελίες.

ΓΕια χαΡά, ΠώΣ πάεΙ; ΠΛΑΚΑ ΚάΝω!
ΕίμΑι έΝας ΠοΛύ Χαλαρός ΤύΠΟς, αΛΛΆ Σε ΒεΒαιΩνω,
ΟΧΙ ο ΤυΠΟς Που πΑΙζεΙ. Ο ΣΤΟΧΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ μου είναι η ΑΠΟλΑΥση,
ΜεΡΑ Με τη ΜΕρα, και να ΜΗΝ ΣκΑΩ με ΜΙΚροΠρΑΓΜατα.
ΚυρΙΩΣ, θέΛΩ Να ΒρΩ Την ΠΡιγκίπιΣΣΑ Μου
ΚΑι Να Την ΠΕΡΙποιηΘΩ Όπως ΤΗΣ ΑΞιζΕΙ.

Αγόρι Σιχ με καταγωγή από το Τζατ, καλής γενιάς,
αναζητά κορίτσι Σιχ, ανάλογης οικογενείας. Θα πρέπει
να έχει συμβατές προτιμήσεις και αντιπάθειες,
και ίδιες οικογενειακές αξίες. Είμαστε ανοιχτοί σε πολλά,
αλλά δεν θα αποδεχτούμε μη χορτοφάγους ή κοντά μαλλιά.

Νύφη για επαγγελματία Σιχ.
Ο Αμαρντίπ έχει πάρει το πτυχίο του στη Λογιστική
και αναζητά το κορίτσι των ονείρων του που θα τον
ολοκληρώσει. Αποφοίτησε πρώτος στην τάξη του κι έτσι εξασφάλισε ανώτερη θέση
σε μεγάλη λογιστική εταιρεία στο Λονδίνο. Η νύφη θα πρέπει να είναι επίσης
επαγγελματίας, με πτυχίο κατά προτίμηση σε έναν από
τους ακόλουθους τομείς: Οικονομία, Μάρκετινγκ, Διοίκηση Επιχειρήσεων ή Μάνατζμεντ.
Δραστηριοποιούμαστε στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας.

Ο αδερφός μου δεν γνωρίζει ότι βάζω αγγελία εδώ,
αλλά σκέφτηκα να κάνω μια προσπάθεια!
Είναι ελεύθερος, 27 χρόνων και διαθέσιμος.
Έξυπνος (δύο μάστερ!), αστείος, ευγενικός και σεβαστικός.
Και το καλύτερο απ’ όλα,
ΣΕΞΥΥΥ. Ξέρω ότι είναι λίγο περίεργο να το λέω εγώ,
επειδή είμαι αδερφή του, αλλά είναι αλήθεια, ορκίζομαι!
Αν θες να δεις φωτό, στείλε μου μέιλ.

Όνομα: Σαντίπ Σινγκ
Ηλικία: 24
Ομάδα Αίματος: Ο θετικό
Σπουδές: Πτυχίο Μηχανολόγου Μηχανικού
Επάγγελμα: Μηχανολόγος Μηχανικός
Χόμπι: Σπορ και παιχνίδια
Παρουσιαστικό: Σταρένια επιδερμίδα, 1,70 ύψος,
χαμογελαστός. Βλ. επίσης φωτογραφία.

«Δεν το πιστεύω», ψιθύρισε η Νίκι και γύρισε την πλάτη της στον πίνακα. Η Μίντι μπορεί να είχε ακολουθήσει την παραδοσιακή οδό, αλλά παραήταν καλή για οποιονδήποτε από αυτούς τους άντρες. Η τροποποιημένη εκδοχή του προφίλ της Νίκι παρουσίαζε μια συμπονετική και γεμάτη αυτοπεποίθηση ελεύθερη γυναίκα, που ισορροπούσε ανάμεσα στην παράδοση και τη σύγχρονη εποχή.

Αισθάνομαι εξίσου άνετα με το σάρι όσο και με το τζιν.
Ο ιδανικός σύντροφός μου απολαμβάνει το καλό φαγητό
και μπορεί να αυτοσαρκαστεί. Το επάγγελμά μου είναι
νοσηλεύτρια επειδή βρίσκω αληθινή ευχαρίστηση
στη φροντίδα των άλλων, αλλά θέλω επίσης έναν σύζυγο
που να είναι αυτάρκης επειδή εκτιμώ την ανεξαρτησία μου.
Μου αρέσουν οι ταινίες του Μπόλιγουντ πού και πού,
αλλά συνήθως βλέπω ρομαντικές κομεντί και ταινίες
δράσης. Έχω ταξιδέψει λιγάκι, αλλά προς το παρόν είπα να μη δω άλλο τον κόσμο,
μέχρι να βρω Τον Έναν και Μοναδικό
που θα με συνοδεύσει στο πιο σημαντικό ταξίδι: τη ζωή.

Η Νίκι έκανε έναν μορφασμό στην τελευταία πρόταση, αλλά ήταν κάτι που η αδερφή της θα έβρισκε βαθυστόχαστο. Κοίταξε και πάλι τον πίνακα. Αν έφευγε χωρίς να καρφιτσώσει αυτό το προφίλ, η Μίντι θα το ανακάλυπτε και θα τη βασάνιζε μέχρι να ξανάρθει για να τελειώσει τη δουλειά. Αν το έβαζε, η Μίντι ίσως κατέληγε να αρκεστεί σε κάποιον από αυτούς τους άντρες. Λαχταρώντας ένα τσιγάρο, η Νίκι μασούσε το νύχι του αντίχειρά της. Τελικά, καρφίτσωσε το προφίλ στον πίνακα γνωριμιών, αλλά στην πιο μακρινή γωνιά του, όπου ήταν σχεδόν αόρατο έτσι όπως καλυπτόταν από τα υπόλοιπα χαρτιά ανακοινώσεων της κοινότητας. Τυπικά, είχε διεκπεραιώσει το έργο της σύμφωνα με τις οδηγίες.
Άκουσε κάποιον να ξεροβήχει. Η Νίκι γύρισε και βρέθηκε να κοιτάζει έναν λεπτό άντρα. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους αδέξια, σαν να απαντούσε σε κάποια ερώτηση. Η Νίκι έγνεψε ευγενικά και κοίταξε αλλού, εκείνος όμως της μίλησε.
«Ώστε ψάχνεις για…» Έγνεψε συνεσταλμένα προς την κατεύθυνση του πίνακα. «Σύζυγο;»
«Όχι», απάντησε η Νίκι γρήγορα. «Όχι εγώ». Δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή του στην αγγελία της Μίντι. Τα μπράτσα του ήταν σαν οδοντογλυφίδες.
«Α», είπε εκείνος. Φαινόταν αμήχανος.
«Κοίταζα απλώς τον πίνακα της κοινότητας», είπε η Νίκι. «Ευκαιρίες για εθελοντές, τέτοια πράγματα». Του γύρισε την πλάτη, προσποιήθηκε για μια στιγμή ότι ψάχνει στον πίνακα και κούναγε το κεφάλι διαβάζοντας κάθε αγγελία. Υπήρχαν αυτοκίνητα προς πώληση και αγγελίες για συγκατοίκηση. Μερικές αγγελίες για γάμο είχαν καταφέρει επίσης να φτάσουν ως εδώ, αλλά κι αυτές οι προοπτικές δεν ήταν καλύτερες από εκείνες που είχε ήδη τσεκάρει προηγουμένως.
«Σε ενδιαφέρει η κοινωνική εργασία, λοιπόν», αποτόλμησε εκείνος.
«Πρέπει πραγματικά να πηγαίνω», είπε η Νίκι. Έψαξε την τσάντα της δήθεν απασχολημένη, για ν’ αποφύγει την περαιτέρω συζήτηση και στράφηκε προς την είσοδο. Μετά το μάτι της έπιασε μια αγγελία. Σταμάτησε και τη διάβασε ήρεμα από μέσα της∙ τα μάτια της κινούνταν αργά από τη μια λέξη στην άλλη.

Μαθήματα Δημιουργικής Γραφής: Εγγραφείτε Τώρα!
Ήθελες ποτέ να γράψεις; Ένα νέο εργαστήρι
για τις αφηγηματικές τεχνικές, τον χαρακτήρα και τη φωνή.
Πες την ιστορία σου! Το εργαστήρι θα ολοκληρωθεί
με μια ανθολογία των καλύτερων έργων.

Μια χειρόγραφη προσθήκη κάτω από το έντυπο φυλλάδιο έγραφε: Τμήμα ανοιχτό μόνο σε γυναίκες. Ζητείται εισηγητής. Αμειβόμενη θέση, δύο ημέρες την εβδομάδα. Παρακαλώ επικοινωνήστε με την Κουλγουίντερ Κουρ στην Ένωση Κοινότητας Σιχ.
Δεν υπήρχε καμία αναφορά σε προσόντα ή προηγούμενη εμπειρία, κάτι που ήταν ενθαρρυντικό σημάδι. Η Νίκι έβγαλε το κινητό της και πληκτρολόγησε τον αριθμό για να τον αποθηκεύσει. Πρόσεξε το γεμάτο περιέργεια βλέμμα του άντρα, αλλά τον αγνόησε και ενώθηκε με ένα ρεύμα πιστών που είχε προβάλει από την αίθουσα του Λάνγκαρ.
Θα μπορούσε να διευθύνει ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής; Είχε γράψει ένα κομμάτι στο μπλογκ των Αγωνιστριών Φεμινιστριών Ηνωμένου Βασιλείου, συγκρίνοντας τις εμπειρίες της από το αντρικό πείραγμα στο Δελχί και στο Λονδίνο, το οποίο είχε σκαρφαλώσει για τρεις ημέρες στην κορυφή της λίστας με τις Πιο Δημοφιλείς Αναρτήσεις. Και δεν θα μπορούσε να δώσει συμβουλές γραφής σε μερικές γυναίκες του ναού; Ακόμα και να δημοσιεύσει Μια Ανθολογία των Καλύτερων Έργων. Η επιμέλεια εκδόσεων θα έβρισκε μια καλή θέση στο φτωχό βιογραφικό της. Η ελπίδα φτερούγισε στο στήθος της. Αυτή ίσως να ήταν μια δουλειά την οποία θα απολάμβανε πραγματικά και για την οποία θα ένιωθε περήφανη.
Το φως διαχέονταν στον ναό μέσα από τα μεγάλα παράθυρά του κι έλουζε το πλακόστρωτο δάπεδο με μια σύντομη ζεστασιά προτού ένα σύμπλεγμα από σύννεφα βιαστεί να κρύψει τον ήλιο. Ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόταν να βγει από το κτίριο, η Νίκι έλαβε τελικά απάντηση στο μήνυμα που είχε στείλει νωρίτερα στην Όλιβ:

Πού είναι το Σάουθχολ;

Η ερώτηση την αιφνιδίασε. Ήταν σίγουρη ότι στα τόσα χρόνια της φιλίας τους είχε αναφέρει το Σάουθχολ στην Όλιβ. Από την άλλη, βέβαια, οι δυο τους είχαν γνωριστεί στο γυμνάσιο, αρκετά χρόνια αφότου οι γονείς της Νίκι αποφάσισαν ότι αυτές οι ημερήσιες παντζάμπι εκδρομές ήταν μεγάλη φασαρία, κι έτσι η Όλιβ είχε γλιτώσει τα παράπονα της φίλης της ότι σπαταλούσαν τόσα ωραία Σάββατα στο κυνήγι σκόνης κόλιανδρου υψηλής ποιότητας και σπόρων μουστάρδας.
Η Νίκι σταμάτησε και κοίταξε γύρω της. Ήταν περιτριγυρισμένη από γυναίκες που είχαν τα κεφάλια τους καλυμμένα – γυναίκες που έτρεχαν πίσω από τα μικρά παιδιά τους, που έριχναν η μια στην άλλη λοξές ματιές, που περπατούσαν σκυμμένες πάνω στο πι τους. Η καθεμιά τους είχε και μια ιστορία. Μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της να μιλάει σε μια αίθουσα γεμάτη από αυτές τις γυναίκες Παντζάμπι. Οι αισθήσεις της πλημμύρισαν από τα χρώματα των σάρι τους, τον ήχο του υφάσματος που θροΐζει και των μολυβιών που χτυπούν πάνω στο θρανίο, τη μυρωδιά αρώματος και κουρκουμά. Ο προορισμός της φωτίστηκε μεμιάς. «Κάποιοι άνθρωποι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη αυτού του μέρους», θα έλεγε. «Ας το αλλάξουμε αυτό». Με φλόγες στα μάτια και αγανακτισμένες, οι γυναίκες θα έβαζαν τις ιστορίες τους στο χαρτί, για να τις διαβάσει όλος ο κόσμος.